4/2/16

Συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το "Ανκόρ"

Συντάκτης: 
Αθηνά Μιχαλακέα

Την Πέλα Σουλτάτου τη γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με «Τα φώτα στο βάθος» ως Niemands Rose. Τώρα επανέρχεται με το μυθιστόρημα «Ανκόρ», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η πάλη του ανθρώπου με τον θάνατο. Αλλά πέρα από τον βιολογικό θάνατο υπάρχει και η πολιτική έκφρασή του. «Το μίσος για τη ζωή είναι στον πυρήνα του φασισμού», θα σημειώσει η ίδια μιλώντας για το βιβλίο της στις «Νησίδες».

Αφανείς ήρωες που οι προσωπικές τους ιστορίες συνδέονται με φόντο το τραύμα, «συντροφιά με αδέσποτα ζώα, χρυσόψαρα, πεταλούδες, πουλιά, γάντια που χειρονομούν, ασανσέρ μαλωμένα με κάδους, καρέκλες που θέλουν να δραπετεύσουν… συνθέτοντας ένα ασπρόμαυρο μουσικό παραμύθι». Αυτός είναι ο καμβάς του «Ανκόρ»

Σε γνωρίσαμε ως Niemands Rose με «Τα φώτα στο βάθος», συλλογή κειμένων-μικρών ιστοριών από το μπλογκ σου. Με το «Ανκόρ» περνάς πια στη μεγάλη φόρμα. Πόσο διαφορετικό είναι αυτό για εσένα;

Η μετάβαση στη μεγάλη φόρμα συνέβη αβίαστα, ίσως γιατί έχει τύχει να δοκιμαστώ σε διάφορα είδη λόγου. Για παράδειγμα, ασχολήθηκα με την ποίηση και τον στίχο για μια εικοσαετία. Είχα γράψει και κάποια παραμύθια για ενήλικα παιδιά.

Αργότερα εγκατέλειψα την ποίηση –ευτυχώς για εκείνη- και πέρασα στο πεζογράφημα και πιο συγκεκριμένα στη μικρή φόρμα. Παράλληλα ασκούμουν στον ακαδημαϊκό λόγο συγγράφοντας επιστημονικές δημοσιεύσεις και τη διατριβή μου, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφούσα. Αργότερα καταπιάστηκα με το μπλόγκιν. Εχω γράψει κι ένα θεατρικό.

Οταν ξεκίνησα να γράφω το «Ανκόρ» δεν είχα πρόθεση να το αναπτύξω οπωσδήποτε σε μυθιστόρημα. Απλώς συνέβη. Θέλω να πω ότι μου φαίνεται φυσικό να μεταβαίνω από το ένα είδος στο άλλο. Ωστόσο έχω πάντα την αγωνία αν το πέρασμα πέτυχε...

Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η πάλη του ανθρώπου με τον θάνατο, γι' αυτό κι επιλέγεις ως κύριο πλαίσιο της δράσης ένα νοσοκομείο. Τι στάθηκε αφορμή γι' αυτό;

Σε κάποιο σημείωμά μου είχε ξεπηδήσει το εξής: «Ιατρική επίσκεψη. Φάκελοι ξέχειλοι από έγγραφα. Χειρόγραφα ιστορικών ξεπροβάλλουν από τις σχισμές των φακέλων σαν γλώσσες, μιλούν για τα χούγια των αρρώστων, ενώ την ίδια ώρα τούς βγάζουν τη γλώσσα». Τυχαία διάλεξα το νοσοκομείο ως πλαίσιο δράσης.

Με την ευκαιρία, παρατηρώ πως η λογοτεχνία έχει αποφύγει να αναπτύξει αφηγήσεις στο συγκεκριμένο σκηνικό. Ακόμα και στις λιγοστές περιπτώσεις που το έχει κάνει δείχνει σαφή προτίμηση στις ψυχιατρικές κλινικές, όπως στο «Κόκκινο Λουλούδι» του Γκάρσιν ή στον «Θάλαμο αρ.6» του Τσέχοφ.

Ομως το νοσοκομείο είναι ένα πλούσιο σε συμβολισμούς οικοσύστημα, ταυτόχρονα δυστοπικό και θαυμαστό, καθώς πάλλεται μεταξύ ασθένειας και ίασης, ενώ το διαπερνά η επιθυμία της επιβίωσης.

Ετσι έστησα ένα σχεδόν θεατρικό σκηνικό, σε μια πτέρυγα ενός δημόσιου νοσοκομείου, όπου αναδύονται ιδιωτικοί βίοι, οι ιστορίες ξεδιπλώνονται σε ντουέτα. Το δραματικό στοιχείο λειτουργεί συμβιωτικά με το υπερβατικό και το κωμικό στοιχείο.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι ανομοιογενείς μεταξύ τους, αλλά συνδέονται μέσα από τον πόνο και την ασθένεια. Θα μας πεις λίγα πράγματα για τον καθένα;

Στο «Ανκόρ» δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιράζεται ένας θίασος ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, υπόβαθρο, χαρακτηριστικά.

Στην αρχή γνωρίζουμε ένα ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι, τον Αμούρ και τη Σουίτι, πλάι σε ένα ηλικιωμένο αγαπημένο ζευγάρι, τη γυναίκα με το Π και τον άνδρα με το Ι και κάτω από ένα ζευγάρι... παπαγαλάκια.

Το επόμενο ντουέτο είναι ο κηπουρός που καταδιώκει μια αδέσποτη γάτα. Να πω σ’ αυτό το σημείο πως από το ζωικό βασίλειο συμμετέχουν επίσης μυρμήγκια, περιστέρια, μία χελώνα, μία κότα, δύο χρυσόψαρα, μία πεταλούδα κι ένα κοράκι. Ισως πρόκειται για επιρροή από τις ταινίες του Κουστουρίτσα.

Στο πρώτο κεφάλαιο εισάγεται και το υπερβατικό στοιχείο του μυθιστορήματος με τον αόρατο βιολιστή, ο οποίος κοσμεί και το εξώφυλλο, που το θεωρώ αριστουργηματικό. Εμμεση αναφορά στον στίχο του Χρήστου Μπράβου «Κι όμως το πιο γλυκό βιολί/ το παίζει ο θάνατος» και την αυτοπροσωπογραφία με τον θάνατο βιολιστή του Αρνολντ Μπέκλιν.

Ακολουθούν γάντια που χειρονομούν, ένας χιονάνθρωπος από μπόγους κλινοσκεπασμάτων, μια καρέκλα που θέλει να ξεχυθεί σαν τετράποδο στους κήπους, το ρολόι που σταματάει στο φασιστικό πογκρόμ, ασανσέρ μαλωμένα με κάδους σκουπιδιών... Μάλλον είμαι επηρεασμένη από τον κινηματογράφο του Βιτόριο ντε Σίκα και του Φρανκ Κάπρα.

Ο βιολιστής εισάγει το σουρεαλιστικό στοιχείο αλλά και τη μουσική, η οποία περιβάλλει όλη την αφήγηση, από Κλοντ Ντεμπισί μέχρι Ρίτα Σακελλαρίου.

Στην κεντρική σκηνή, στην κλινική δηλαδή, συναντάμε πρώτα τον ασπρομάλλη με τα άφιλτρα, έναν παππού εξαϋλωμένο από την αρρώστια αλλά ανυποχώρητο υπερασπιστή των επιθυμιών του, εκείνων ακριβώς που τον κατέστρεψαν, μαζί με την κόρη του, το ξωτικό.

Εμφανίζεται ο πανεπιστημιακός γιατρός με την κουστωδία του. Περνοδιαβαίνει μία καλτ φιγούρα, ο τηλεορασάς ή αλλιώς καουμπόι. Γνωρίζουμε και τον κουρέα με το ποντικομουστακάκι, έναν καλοσυνάτο και χωρατατζή γεράκο. Εχω εσκεμμένα τοποθετήσει κάποια ήσσονα πρόσωπα ώστε να αντισταθμίζεται η δραματικότητα του τόπου και του θέματος.

Στους επόμενους θαλάμους συναντούμε τον ηλικιωμένο με τους καταρράκτες και το αηδονάκι με το ρουμάνικο τραγούδι, την εργάτρια που τον φροντίζει. Στο ίδιο δωμάτιο νοσηλεύεται το χλομό πρόσωπο, ένας μοναχικός και παραιτημένος άνθρωπος, η συντροφιά του οποίου είναι η τηλεόραση.

Στον διάδρομο ανταμώνουμε κομπάρσους, άλαλους κλινήρεις ασθενείς. Κι ακόμη έναν μετανάστη από το Μπανγκλαντές που επικοινωνεί με παντομίμα με τον καουμπόι.

Σε άλλα δωμάτια περιθάλπονται μία διανοούμενη μητέρα, η ασθενής με τα πολλαπλά εγκεφαλικά, δάνεια μορφή από το «Αμούρ» του Χάνεκε, στη δύσκολη σχέση με την κόρη της. Επειτα το νυχτοπούλι, ένας νεαρός αντιφασίστας που έμελλε να μαχαιρωθεί πισώπλατα από τον παλιό του συμμαθητή.

Η νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά, με τη γλύκα και τη γενναιότητά της. Στο τέλος, ο νεκροθάφτης «Σοπενχάουερ» οδηγεί έναν υπέργηρο ναζί στην τελευταία του κατοικία. Το κοινό νήμα ανάμεσα στους ετερόκλητους ήρωες του βιβλίου είναι η μάχη ενάντια στο θάνατο, όποια μορφή κι αν παίρνει.

Εκτός του βιολογικού θανάτου, αναδύεται και η πάλη με την ιδεολογική/πολιτική ενσάρκωση του θανάτου, τον φασισμό...

Ακριβώς. Ο βιολογικός θάνατος είναι η μία όψη, η άλλη είναι η ιδεολογία που τον ενσαρκώνει. Η Σούζαν Σόνταγκ είχε προσφυώς χαρακτηρίσει τον ναζισμό ενσάρκωση του θανάτου. Στρέφεται κατά πάντων και τελικά κατά του ίδιου του εαυτού.

Η επιθυμία του θανάτου ενυπάρχει σε κάθε γνώρισμά του, από την προγονολατρία, όπου δεν μπορεί να λατρέψει παρά το μη ζωντανό, μέχρι την ομοιομορφία και την τελειότητα στην τέχνη, που θυμίζει νεκρική ακαμψία.

Στον πυρήνα του φασισμού είναι το μίσος για τη ζωή. Ακόμα κι αν κάποιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αντιφασίστας ή δεν είναι πολιτικά συνειδητοποιημένος, όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ των αμοιβαίως αποκλειόμενων, στο δίπολο αγάπη-μίσος, ζωή-θάνατος, αν εμφορείται από έρωτα για τη ζωή, η επιλογή θα είναι πηγαία.

 Το «Ανκόρ» είναι ένα παραμύθι, με αρκετά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Κυριαρχούν ο πόνος, η αγάπη, το μίσος, ο θάνατος, αλλά εν τέλει το κακό ηττάται. Θεωρείς ότι ο στόχος της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα πρέπει να είναι η παραμυθία;
Η τέχνη μπορεί να είναι και παρηγορητική, μπορεί να αποτελεί λόγο παραμυθίας. Ωστόσο ο βασικός σκοπός της τέχνης είναι να συνεχίσει να υπάρχει.



Ιnfo: Η παρουσίαση του «Ανκόρ» θα γίνει την Πέμπτη 11/2 στις 7.30 μ.μ. στο Polis Art Café (Πεσμαζόγλου 5, Αίθριο Στοάς Βιβλίου, Αθήνα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: