29/7/14

Δύο εγκλήματα πάθους σε μια μέρα

 Έφτιαξα ψεύτικο προφίλ στο Facebook. Πριν από αυτό δοκίμασα να χακάρω το λογαριασμό της κοπέλας στο διπλανό γραφείο. Αυτή είναι πολύ αγαθιάρα και θα μπορούσα πολύ εύκολα να της αποσπάσω την απάντηση για την ερώτηση ασφαλείας, οπότε ήταν ο εύκολος στόχος. Πράγματι, όταν έβαλα το email της στην πλατφόρμα της hotmail επιβεβαίωσα την υποψία ότι είναι πάνχαζη. Κατά πρώτον χρησιμοποιεί ακόμα hotmail. Κατά δεύτερον άκου ερώτηση που έβαλε η γυναίκα: «Ti marka htan to prwto mou autokinito?»  Τη ρώτησα την ώρα που κολατσίζαμε. «Toyota Yaris», μου λέει. Εντάξει, πυρότουβλο λέμε. Στα ίδια κυβικά, αν θες γιαπωνέζικο, παίρνεις με λίγα περισσότερα χρήματα Honda Jazz που είναι πολύ καλύτερο αυτοκίνητο. Κάτσε, δικό της δεν είναι το λαχανί το yaris με τα αρκουδάκια και τα σκόρδα κρεμασμένα στον εσωτερικό καθρέφτη; Τη ρωτάω με τρόπο, τάχα μου δήθεν πως δεν κατάλαβα, για να είμαι σίγουρος: «Μαρία, πριν πάρεις το yaris είχες άλλο αυτοκίνητο;» Οχι, μου απαντάει. Απόρησα γιατί το επίθετο «prwto», εφόσον δεν είχε αγοράσει μετά άλλο όχημα. Όμως ανυπομονούσα να δοκιμάσω την τύχη μου στη διάρρηξη του προσωπικού της λογαριασμού. Ανοίγω παλι τη ντροπή των email clients, κι ερχομαι ξανά αντιμέτωπος με την ίδια ηλίθια ερώτηση ασφαλείας. Πληκτρολογώ τη μάρκα του αυτοκινήτου της και μου βγάζει πως είναι λάθος η απάντηση. Τώρα να ευχηθώ τίποτα για τη σεξουαλική ζωή του Μεσσία της και της μανούλας του ή όχι; Δοκιμάζω να το πληκτρολογησω με κεφαλαία και για καλή τύχη της Αγίας Οικογένειας, το δέχεται.
    Πάμε στη δεύτερη ερώτηση ασφαλείας, γερά- δυνατά. «Pou piga honey moon». Μα τι ρωτάει η ηλιθια; Αφού δεν έχει παντρευτεί ποτέ. Ρε λες να έχει κανει κανενα κρυφό γάμο; Για να μην καρφωθώ, αποφασίζω να ρωτήσω καλού - κακού  τη άλλη τη πυροβολημένη συνάδελφο, που κάνουν κολλητή παρέα, αλλά προβληματίζομαι ως προς τη διατύπωση. Τελικά κάνω κατά μέτωπο επίθεση στην ίδια και ό,τι γίνει «Μαράκι, πότε θα σε παντρέψουμε;» της σερβίρω ακαριαία την ώρα που είχαμε ανέβει στο πεζοδρόμιο να καπνίσουμε γιατί δε μας άφηνε το αφεντικό στην υπόγα, μη μποχίσουμε τα προϊόντα. Καλά, δεν είχε κι άδικο ο σαλταρισμένος κι αυτός. Μπομπονιέρες και άλλα άχρηστα μπιχλιμπίδια για τον στολισμό της εκκλησίας κατά τη βάφτιση να βρωμοκοπάνε τσιγαρίλα, δεν ήταν και ό,τι πιο ελκυστικό. Όποτε ανεβαίναμε, έκανα εγώ ο πονηρός εκτροπή στο κινητό, για να καπνίσουμε με την άνεσή μας, όταν έλειπε εκτός το μπος. Δεν ήταν ζοχάδας το αφεντικό, η αλήθεια να λέγεται, απλώς δε του άρεσε καθόλου να αυτενεργούμε. Καλά, αν με άκουγε το Σοφάκι να λέω αυτή τη λέξη, μπορεί και να άλλαζε γνώμη. Σοφία όνομα και πράμα. Η πιο έξυπνη γυναίκα που έχω γνωρίσει. Τις όμορφες κάποτε τις ξεπερνάς, τις έξυπνες ποτέ. Τέλος. Πέρασε σαν διάττοντας αστέρας –με το που είπα το όνομά της μου ήρθε η επιφοίτηση- από την αποθήκη και χάθηκε στο στερέωμα...Τελοσπάντων, να δω πόσο χαμηλά θα πέσω για χάρη της. Πίσω στο θέμα μας. Προσπαθώ να ξεψαχνίσω τη Μαρία αν έχει περάσει μήνα του μέλιτος, αλλά δε τα καταφέρνω. 
    Κάνω λοιπόν το εξής κόλπο. Ανοίγω ένα email που μου είχε στείλει ένας φίλος που ζει στον 19ο αιώνα όπου ακόμα κάνουν FW ανέκδοτα και power point με φωτογραφίες από τον μαγευτικό πλανήτη μας και λέω ο πονηρός «Τι υπέροχα τοπία είναι αυτά! Αχ!» Δε μου δίνει σημασία το θύμα. Το ξαναλέω με άλλα λόγια και πιο δυνατά, μήπως και της τραβήξω την προσοχή: «Κοίτα ρε παιδί μου κάτι μέρη που υπάρχουν στον κόσμο!» Με κοιτάει σαν αποχαυνωμένη. Το παθαίνει αυτό όταν είναι πολύ ώρα έγκλειστη μέσα στα κελιά του excel. Αρπάζω την ευκαιρία από τα μαλλιά «Κάνε ένα διάλειμμα ρε Μαράκι να δεις εδώ κάτι φωτογραφίες που μου στείλανε να πάθεις την πλάκα σου». Δείχνει να το σκέφτεται. Περνάνε 10 κρίσιμα δευτερόλεπτα. Αν δε σηκωνόταν δηλαδή να έρθει, δε ξέρω κι εγώ τι θα γινόταν. Μου είχε γίνει εμμονή να της σπάσω το password και οι ιδέες μου να της αποσπάσω την απάντηση στη δεύτερη θεόκουφη ερώτηση, είχαν πάρει χαρακτήρα μυστηρίου τύπου μικροί ντεντέκτιβςπου διάβαζα πιτσιρικάς. 
  Σηκώνεται επιτέλους από την καρέκλα και έρχεται κατά το γραφείο μου, τσεκάροντας τριγύρω μήπως ξέρω ‘γώ έχει διακτινιστεί το αφεντικό από την Κίνα που είχε πάει να φέρει εμπόρευμα και μας κάνει τσακωτούς να κωλοβαράμε. Τόσο χαζή. Κοιτάζει τις φωτογραφίες που της δείχνω και αναγκάζομαι να υποστώ μερικά από τα επιφωνήματά της προκειμένου να περάσω στο ψητό. «Φανταστικά δεν είναι;» τη ρωτάω. Συμφωνεί. «Αν ήσουν εκατομμυριούχα, σε ποιο μέρος θα διάλεγες να πας ταξίδι του μέλιτος;» συνεχίζω. «Κόλλησες με το ταξίδι του μέλιτος, ρε παιδί μου! Και χτες με ξαναρώτησες κάτι παρόμοιο» μου πετάει στα μούτρα αφοπλιστικά και με λούζει κρύος ίδρωτας. Λες να ανακάλυψε το δόλιο σχέδιο μου; Αχ, ρε Σοφάκι. «Α, ναι; Δε το θυμόμουν» της απαντάω δήθεν αδιάφορα. «Βρε μήπως ονειρεύεσαι εσύ γάμους και ταξίδια του μέλιτος;» με ρωτάει και ένα κύμα καυτής ανακούφισης στεγνώνει τον κρύο ιδρώτα στο σβέρκο μου. Αξιοποιώ την απροσδόκητη πάσα που μου έκανε για να την προσγειώσω στο θέμα μας «Να σου πω, δε θα με χάλαγε ένα ταξίδι του μέλιτος στο Πράσινο Ακρωτήρι, αν και με το μισθό που παίρνουμε, μέχρι Πάρο με βλέπω.» «Τουλάχιστον εμείς παίρνουμε μισθό» μου επισημαίνει, κάνοντάς με έξαλλο, γιατί δε μπορώ αυτά τα δεξιούλικα, τα «δουλίτσα να υπάρχει» και κυρίως γιατί φεύγει εκτός θέματος! Κάνω πως δεν ακούω, για να μη ξεφύγει η κουβέντα, και τη ρωτάω: «Εσύ ποιο θεωρείς το ιδανικό μέρος για διακοπές;» «Την Κόστα Ρίκα» μου απαντάει και είμαι βέβαιος πως δεν ξέρει ούτε που πέφτει αλλά κάπου το πήρε το αυτί της και το αναφέρει σαν τα κορίτσια στα καλλιστεία που δίνουν κάτι ό,τι να ‘ναι απαντήσεις. Με ανησυχεί λίγο που είναι δύο λέξεις: COSTA RICA το γράφει ή μία λέξη; Το σημειώνω στο μυαλό μου και πάμε για τον πιο εφικτό προορισμό για την κρυφοπαντρεμένη χαμηλόμισθη συνάδελφο: «Αυτά μόνο στα όνειρά μας, φιλενάδα...Κάπου πιο ρεαλιστικά μιλώντας;» «Είναι πολλά μέρη.... Κάρυστος, Χανιά, Μόλυβος, Ελαφόνησος, Πόρτο Κατσίκι, Μάνη, Ρόδος...» «΄Ωπα, ώπα ρε Μαρία, μας τρέλανες!» είπα έχοντας ξεχάσει εννοείται τα περισσότερα από τα τουριστικά θέρετρα που μου ανέφερε με ρυθμό μυδραλιοβόλου. 
  Της έκοψα απότομα τη συζήτηση, τάχα πως έχω πολύ δουλειά, για να βάλω όσα συγκράτησα, στο κουτἀκι που διψάει για τη δεύτερη και τελική ερώτηση ασφαλείας που θα με οδηγούσε στο πολυπόθητο έπαθλο. Και πράγματι, την επόμενη ώρα, με βρίσκω να κάνω αμέτρητες δοκιμές με κεφαλαία, με μικρά, με κολλητά τα γράμματα, αλλά μάταια. Καμία από τις απαντήσεις που μου έδωσε, και από όσες τελοσπάντων θυμόμουν, δεν ταίριαζε ως απάντηση στην ερώτηση «Pou piga honeymoon». «Βρε τι πάθαμε», αναφώνησα σε κάποια δόση, κάνοντας τη συνάδελφο να ανησυχήσει ξαφνικά για το μέλλον της επιχείρησης, υποθέτοντας πως μάλλον κάποιο μοιραίο λάθος μου στα λογιστικά πακέτα φαλήρισε το μαγαζί και θα μείνουμε άνεργοι και οι τρεις της αποθήκης. «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία κοιτάζοντας έντρομη το πίσω μέρος της οθόνης τουdesktop μου. Την καθησύχασα, ρίχνοντας όμως σιωπηλά και εκείνες τις ευχές στον Ιησού που του στέρησα νωρίτερα. Αποφάσισα να εγκαταλείψω την προσπάθεια, ώσπου, λίγη ώρα μετά –εντάξει, μη γίνομαι ακραία αμαρτωλός αλλά παίζει να βοήθησε το γαμωσταυρίδι- την ακούω να μουρμουρίζει αφηρημένη «Ταξίδι του μέλιτος, πλάκα- πλάκα μόνο στη Μονεμβασιά αξίζει να πας». Ανοίγω με ανάμικτα συναισθήματα τη hotmail και βλέπω πως έχει κλειδωθεί αυτόματα ο λογαριασμός μετά από τις πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες και μου ζητάει να δώσω κινητό ή άλλο email ή να περιμένω ένα εικοσιτετράωρο ώσπου να δεχτεί νέες δοκιμές. Μάντεψε ποια επιλογή μου έμενε. Την επόμενη μέρα, περίπου την ίδια ώρα, ανοίγω σα μανιακός δολοφόνος το hotmail, προσπερνάω με άνεση την πρώτη ερώτηση και πάω κατευθείαν στη δεύτερη, όπου σχεδόν τρέμοντας γράφω «MONEMVASIA», αλλά δεν το δέχεται. Βαθιά ανάσα, πάμε για μικρά «Monemvasia». Πάλι δε φαίνεται η σωστή απάντηση. Πλέον πολλές περισσότερες μορφές της χριστιανοσύνης έχουν εισπράξει τις θερμότερες ευχές μου για συνουσία, ενώ συνεχίζω απτόητος να πληκτρολογώ, παρά την απελπισία μου. Και τότε, ναι, όταν εύχεσαι κάτι πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί μετά από άπειρες αποτυχημένες προσπάθειες στο να το αποκτήσεις, το «MONEMBASIA» έγινε δεκτό και τα δυο κενά κουτάκια που μου ζητούσαν να ορίσω το νέο password έγιναν δικά μου!
    Οι αστερίσκοι που σχηματίζονταν όσο πληκτρολογούσα τον ολοκαινούργιο κωδικό «Panatha13» έμοιαζαν στα μάτια μου σαν τα αστεράκια στις ρώγες των γυμνών κοριτσιών στις σελίδες των ρετρό περιοδικών. Από ‘δώ και πέρα ο δρόμος ήταν στρωμἐνος με ροδοπέταλα. Άπαξ και πιάσεις την καλή σ’ αυτή τη ζωή, την έχεις κάνει λαχείο για πάντα. Μπαίνω στο facebook, και με θεαματική άνεση βάζω το email της Μαρίας εκεί που λέει «cant log in» ώστε να της αλλάξω password με ειδοποίηση στο email που είχα υπό την κατοχή μου. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμουν ο απόλυτος user στο profile της Μαρίας. Δε μπήκα καν στον κόπο να δω τo inbox της γιατί είναι πιο βαρετή κι από το θάνατο. Κι εξάλλου δεν ήθελα να κάνω πουστιά. Μπήκα με συγκεκριμένο σκοπό. Πληκτρολογώ λοιπόν το ονοματεπώνυμο της Σοφίας συνδεδεμένος ως Μαρία. Μέχρι εδώ ήταν, Σοφἀκι. Θα στο κάνω ρετάλια το πέπλο μυστηρίου που κάλυψε τη ζωή σου μετά τον χωρισμό μας, όταν με μπλόκαρες και διέταξες όλους τους κοινούς μας φίλους να μη μου μεταφέρουν τίποτα από τη ζωή σου. Με την αγωνία να έχει χτυπήσει κόκκινο, διαπιστώνω πως η Σοφία δεν είναι πια (?) φίλες με τη Μαρία στο FB και με ζώνουν τα φίδια. Τρελαίνομαι ότι έχουν τσακωθεί για γκομενοδουλειά, και στο θολωμένο μου μυαλό  ο κόσμος είναι μια σταλιά, οπότε αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι σκιές απ' τα παλιά. Καθώς άλλαζα χρώματα και έριχνα κλεφτές ματιές γεμάτες μίσος στη συνάδελφο, τη βλέπω να σηκώνεται από το γραφείο της και να κατευθύνεται προς το δικό μου. Κάνω minimize το παράθυρο και αρχίζω να σφυράω αδιάφορα. Τόσο κάρφωμα. 
  Με πλησιάζει και μου ψιθυρίζει στο αυτί αν μπορώ να ζητήσω μία σερβιέτα από την κολλητή της στο γραφείο διαγωνίως γιατί είναι τσακωμένες και δε μιλιούνται σήμερα. Υπάκουσα τυφλά στην ικεσία, μάλλον από ενοχές, και βρήκα την ευκαιρία να ξεμωναχιάσω τη Μαρία στο wc, όπου δώσαμε ραντεβού για να της δώσω το stuff. Τη ρώτησα χωρίς περιστροφές «Τι νέα από τη Σοφία;» Πήρε ύφος ενοχλημένο. «Αν θυμάσαι μετά τα σκηνικά μεταξύ σας, ζήτησε να μη ρωτάς για κείνη.» «Κόψε το Πυξ Λαξ και λέγε τι συμβαίνει αλλιώς θα σε αφήσω να πας στο σπίτι σου ματωμένη και θα είσαι σα να σε ξεπαρθένεψε ο Γκοτζίλα» της απάντησα. «Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό το άτομο» μου λέει φοβερά εκνευρισμένη, σα να μην την ένοιαζε καθόλου αν σε λίγο θα σχηματιζόταν ανάμεσα στα σκέλια της η λίμνη Βιστωνίδα. Της ανέμισα τη σερβιέτα μήπως τη συνεφέρω στην ωμή, την αιματηρή, θα έλεγα, πραγματικότητα, αλλά μάταια. Τότε, μη έχοντας πια τίποτα να χάσω, με την αποκοτιά των απελπισμένων, τη ρώτησα ευθέως: «Θες να πεις πως δεν είστε πια φίλες ούτε στο FB?» Μου επιβεβαίωσε αυθόρμητα πως την έκανε ανφρέντ, αλλά παροδόξως δεν αναρωτήθηκε πώς το ξέρω, εφόσον είναι γνωστό σε όλο το μπουμπουνιεράδικο πως με έχει μπλοκάρει η Σοφία μετά από αυτά που της έκανα με τις παρακολουθήσεις και τα τέτοια. 
  Εντάξει, καψούρης ήμουν. Και δικαιολογούμουν. Τώρα έχω αλλάξει. Με έπιασε ξαφνικά μια απελπισία, λες και περίμενα εγώ περίοδο, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα εκεί που στεκόμουν μπροστά στο wc με τη σερβιέτα στα χέρια. Την έδωσα στη Μαρία, νιώθοντας πως έχω χάσει την παρτίδα, πως πήγε τσάμπα όλος μου ο κόπος να τη σπάσω τα passwords και να της χακάρω τοfacebook, ένας αητός χωρίς φτερά και σερβιέτα με φτερά. Πήρα λοιπόν την απόφαση να δημιουργήσω ψεύτικο προφίλ, κι ας ξέρω πως η Σοφία δεν κάνει αποδεκτά τα αιτήματα όσων δεν ξέρει από real life. Έβαλα τα στοιχεία του αφεντικού. Λείπει Κίνα, δε θα το έπαιρνε χαμπάρι. Θα το κατέβαζα μέσα σε ένα 24ωρο. Κι άντε να έβρισκαν ποιος το έκανε. Μόνο για να μπω και να τσεκάρω τι κάνει στη ζωή της. Δεύτερο έγκλημα σε μία μέρα. Αλλά και τι νά’ κανα; Αφού την αγαπούσα, κύριε πρόεδρε.