30/9/13

στα σκαλάκια

Nα βγω έξω ξημερώματα, την ώρα που η σιωπή έχει απλωθεί πυκνό δίχτυ σ’ όλο το προάστιο, εκεί που σέρνεις τα βήματά σου απαλά μη σκοντάψεις πάνω της, είναι ένα δίχτυ από ανάσες κι από σιωπές, τα ροχαλητά, τίποτα-τίποτα, υπόκωφα, η σιωπή είναι η πιο βαριά, η σιγαλιά της νύχτας που έλεγαν οι ποιητές, παλιοκαίρισαν όλα, να πεις σιγαλιά, να πεις δείλι, δεν έχει, αλλά το λες, γιατί σηκώνεται ο Καρυωτάκης, σαν σκηνή στο backwards, σηκώνεται, φεύγει ο λεκές από το αίμα, το πιστόλι μπαίνει στην τσέπη, ο Καρυωτάκης περπατάει τώρα με την όπισθεν, ο Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε ποτέ.


Να βγω έξω ξημερώματα, με ένα μανταλάκι στη μύτη, για να μπορώ, μόνο έτσι θα μπορώ να δραπετεύσω από την μυρωδιά τους, ο τρόπος που μυρίζουν τα μωρά σε καθηλώνει, σε παραλύει, σου κόβει τα πόδια, σου κόβει και τη μήτρα, η μήτρα δεν είναι πια παρά φωλιά τους, σου κόβει τα βυζιά, τα βυζιά δεν είναι παρά μόνο η τροφή τους, σου κόβει τον πόθο, ο πόθος δεν είναι παρά για να συλλάβεις, σε έχουν συλλάβει την ώρα που τα συνέλαβες, σε δένουν με μολυβένια σφαίρα από τον αστράγαλο, τον πρησμένο αστράγαλο, οπωσδήποτε σε λένε Οιδίποδα.



Να βγω έξω ξημερώματα και να καθήσω μέχρι να φέξει στα σκαλάκια του φοιτητικού μου σπιτιού στην Κυψέλη, να της χτυπήσω το κουδούνι, να μου ανοίξει, να πέσω στην αγκαλιά της, δεν είναι πια εκεί, αλλά το ξέρω πως έζησε εκεί, να πέσω στην αγκαλιά της και να κλαίμε, αυτή δε θα καταλαβαίνει, ζούσε τον μύθο της παντοδυναμίας της, νόμιζε ο χρόνος θα έμενε στο pause, νόμιζε άτρωτη την ταινία στην κασέτα, την μάσησε ο χρόνος, μασάει τα λόγια της, να καθήσω στα σκαλάκια, να καπνίζω, εγώ που καπνίζω μόνο με παρέα, ποτέ μόνη, και να καπνίζω μόνη μου, αφού δε θα μου ανοίξει ποτέ, κοιτώντας το ερειπωμένο ταβερνάκι με τα ξύλινα πατζούρια που κρέμονται ετοιμόρροπα, να το κοιτάω, να με κοιτάει κι αυτό, και να περάσει πάλι αυτός, αυτός που δεν είχα δει τότε, ποτέ, να περάσει αυτός από μπροστά μου και να ανεβαίνει τη Σπετσών.

29/9/13

who's next

Και τώρα αναμένεται να ανοίξει νέος κύκλος αιφνιδιαστικών συλλήψεων, αυτή τη φορά για βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπουκάρουνε στο σπίτι του Παπαδημούλη και θα του βρούνε αναπτήρες και σπίρτα, στου Στρατούλη θα βρούνε ένα γκαζάκι στο καμινέτο κι ένα εφεδρικό στην αποθήκη, στου Δραγασάκη θα βρουν τιρμπουσόν και κουζινομάχαιρα και στη δε Σακοράφα μπορεί να βρουν μέχρι και κανένα ακόντιο ως τεκμήριο εγκληματικής οργάνωσης.

Τη σύλληψη των νεοναζί περίμενε η ΕΛΑΣ για να αρχίσει να την πέφτει και στους δικούς μας, γενικά, ναι; Λες και δεν έχουν μπουκάρει ήδη στις καταλήψεις και το μόνο που βρήκανε ήταν άδεια μπουκάλια μπύρας και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Λες και δεν κάνουν μαζικές προσαγωγές σε πρώτη ευκαιρία. Λες και μέχρι σήμερα η αντιτρομοκρατική δεν ήταν αποκλειστικά επικεντρωμένη στην αριστερά και τον αντεξουσιαστικό χώρο. Τώρα περιμένανε να μας την πέσουν για εφαρμογή της θεωρίας των δύο άκρων...

Κι ενώ η κατασκευή ενόχων είναι μια τέχνη που κατέχει καλά το δεξιό κράτος και παρακράτος, ωστόσο, αυτή τη στιγμή το επιχείρημα ότι οι επόμενοι θα είναι δικοί μας μοιάζει έωλο, με μία Ε.Ε. να πιέζει να καθαρίσουν τον απροκάλυπτο απόπατο από το κοινοβούλιο γιατί επίκειται και προεδρία και κάπως πρέπει να τηρηθούν τα προσχήματα και με μία ΝΔ να επιδιώκει όφελος με τη διάλυση της Χ.Α. αύξηση εκλογικών ποσοστών με την επιστροφή των ψηφοφόρων των ναζήδων στη μαμά Δεξιά.

Προφανώς δε μπορεί κανένας να εμπιστευτεί μία αδίστακτη ακροδεξιά κυβέρνηση, ούτε και ούτε μπορεί να πανηγυρίζει ασύστολα για τις συλλήψεις των νεοναζήδων, αλλά το να λέμε πως έρχεται η σειρά ημετέρων είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά. Ούτε παραστρατιωτικές οργανώσεις διαθέτομεν, ούτε μας χρηματοδοτούν επιχειρηματίες κι εφοπλιστές, ούτε συναλλαγές με το παρακράτος είχαμε, ούτε κυπατζήδες, ούτε βαλτούς στην αστυνομία και στο στρατό, ούτε οπλοστάσια, ούτε μαφιόζικες παρτίδες με τον υπόκοσμο, ούτε κλωτσάγαμε κομμένα κεφάλια μεταναστών. Η Διεθνής Αμνηστία και η Ε.Ε. δεν είναι ο Φαήλος. Συνέρθετε λιγάκι.


22/9/13

"πατρίδα μου είναι που μίσησα"

Τις σκέφτομαι να μιλάνε στα παιδιά τους. Να τα προστάζουν, να τα προσηλυτίζουν, να τα ποτίζουν μίσος, μίσος για ό,τι δεν τους μοιάζει, ό,τι δεν είναι στα μέτρα τους, σε ένα αδιάκοπο κρεβάτι του Προκρούστη οι άλλοι, ό,τι περισσεύει πρέπει να τεμαχίζεται, να πέφτουν κεφάλια, τα κεφάλια, προπάντων τα κεφάλια, που γέμισαν εικόνες από τον ασυνόρευτο κόσμο, που γέμισαν ποίηση, που γέμισαν μουσικές, που γέμισαν σεκάνς και συναίσθημα από το σινεμά, και σκηνές από το θέατρο, που γέμισαν αράδες κι αράδες από τα βιβλία, που γέμισαν καταγραφές από τη βιωμένη ιστορία, που γέμισαν χρονολογίες, γεγονότα, που γέμισαν από ήρωες, που στούμπωσαν από ήρωες, και τα χέρια, τα χέρια που ανατρίχιασαν από κοινές συγκινήσεις, που έγιναν μαντήλια για το δάκρυ, που κράτησαν πανό, που έγιναν χωνί για τα συνθήματα, που σηκώθηκαν γροθιές στον αέρα, φοβίζοντας ποιον αλήθεια, τον άερα, τα αφεντικά τις είχανε σκυλάκια εκείνες όχι τις άλλες, αλλά τα χέρια τους ήταν πολλά, πολλά που ψήφιζαν, που σχεδόν νικούσαν, που μ΄όλο τον μηχανισμό του μίσους εναντίον τους, διάφανες ήταν κι οι συνομιλίες τους στα τηλέφωνα της παρακολούθησης, διάφανη ήταν κι η ζωή τους στους φακέλους της Ασφάλειας, διάφανες κι οι θέσεις τους κι οι δράσεις τους και τα πιστεύω τους, καθώς τα έλεγαν, διάφανα όλα και φτενές οι ασπίδες τους, να τις τρυπήσεις με την καρφίτσα  και να στάξουν αίμα, επιδερμίδες σκέτες οι πανοπλίες τους, άοπλες, δεν είχαν παρά η μια την άλλη, λέγανε στα ντοκιμαντέρ, χτυπούσαν ρυθμικά στους τοίχους των φυλακών, για να σπάσουν τη βαριά σιωπή που βρώμαγε μούχλα και σκατό, αλλά άντεχαν κι όταν τις ειδοποιούσαν πως θα εκτελέσουν τα παιδιά τους, που ήταν έξω, εικονικές εκτελέσεις μικρών παιδιών, για να σπάσουν, να λυγίσουν, με αυτή τη σάρκινη πανοπλία, άντεχαν, κι ούτε είχαν από πάνω τους κανένα δυνατό, να σπρώχνει χρήμα, να μεσολαβεί, να παίρνει τα τηλέφωνά του, να τις σώζει.

Τις σκέφτομαι να κάνουν έρωτα. Να στήνονται στα τέσσερα σαν πορνοστάρ, αλειμμένες με λάδια, σαν την πιο πένθιμη πορνό σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου, στο Requiem for a dream, να γίνονται θέαμα, για τον ένα, για τους πολλούς, ποιος ξέρει, σφάγιο, να δείχνονται, να μεσολαβεί ανάμεσα στα δυο κορμιά το μίσος, αλώβητο, άσβεστο, ανυποχώρητο, να κάνουν μίσος, να μην κάνουν έρωτα, δε μπορούν όλοι να κάνουν έρωτα, δε γίνεται, δε συνδέεσαι όταν είσαι βουτηγμένος στη λύσσα για τον άλλον, μόνο στήνεσαι, μόνο ανοίγεις τα πόδια, τουρλώνεις τα γοφιά σου, καβαλάς, και δε δίνεσαι, μονο ανταλλάσσεις λύσσα, ακατάλυτη, άρρηκτη, ακατεύναστη, δε θα εκτονωθεί με κανέναν οργασμό, ο οργασμός είναι πολεμική ιαχή, δεν είναι κορύφωση, είναι έπαθλο, είναι πόντοι στους πόντους του, δε λιώνει κανένας πάγος καθώς αγκαλιάζονται, μια φορά είδα δυο φίδια να κάνουν έρωτα, εγώ που τρέμω τα φίδια από παιδί, που με παραλύει ο φόβος τους, τα είδα κι ένιωσα τη θέρμη του ψυχρού κορμιού της, εδώ δεν έχει θέρμη, σα να τους στράγγιξε κάτι κάποτε, σα να τους αφαίρεσε την ανθρωπιά, μαζί με την ανθρωπιά μας κάνουμε έρωτα, είναι προϋπόθεση για να νιώσεις, τα κορμιά δε φλέγονται από τη λύσσα, ποτέ, ποτέ.

18/9/13

"κρίμα να μην είσαι εδώ"


Κατεβαίναμε την Κωνσταντινουπόλεως. Συνθήματα και μερικά σπασίματα. Θρύψαλλα η τζαμαρία του μαυραγορίτη. Σιγά μη κλάψω, που έλεγες κι εσύ. «Αγοράζω χρυσό, πουλάω χρυσή αυγή». Στο Κερατσίνι τα σπίτια είναι χαμηλά, όπως το τραγούδαγε η Σωτηρία Μπέλλου, η μόνη σωτηρία που μπορεί να αναγωρίσει κανείς με την ψυχή του. Δε θα μας σώσει κανείς. Μόνο οι γιαγιάδες. Μόνο η μνήμη. Μόνο η λαϊκή Ιστορία. Η ιστορία που ξέρει να σου διηγηθεί η Ζανιά Κότσικα και η γυναίκα της Πάτρας.

Κατεβαίναμε την Κωνσταντινουπολέως. Φτάσαμε στην πλατεία του δημαρχείου. Ανάμεσα στα συνθήματα και τις σειρήνες, ένα αλογάκι, όπως αυτά στο λούνα παρκ, καρφωμένο πλάι σε ένα περίπτερο, έπαιζε τη μονότονη μουσική του. Σαν μοναχική παραφωνία ανάμεσα σε οδοφράγματα, τις εκρήξεις, τα χημικά, τις φωτιές, τις φωνές των διαδηλωτών.

Ο Παύλος μικρό παιδί να παίζει στην πλατεία. Η μάνα του να τον κρατά από το χέρι.

Είχαμε ρε Παύλο στη γειτονιά αλογάκια του λούνα παρκ πριν τριάντα χρόνια; Είχαμε στη γειτονιά φασίστες; Πού ήταν οι φασίστες όταν στήναμε γιορτές στο σχολείο για την επέτειο του Πολυτεχνείου; Θυμάσαι εσύ κανέναν πούστη να αρνείται πως μπήκαν τα τανκς στο Πολυτεχνείο, πως υπήρξαν νεκροί; Τι ήταν τα ονόματα που διάβαζα στο μικρόφωνο, μούφα; Τα τραγούδια που έλεγες εσύ, η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, στις 17 Νοέμβρη, και το λεβέντης εροβόλαγε, στις 28 Οκτώβρη, είχες φανταστεί εσύ πως θα μας τα γυρνούσαν τούμπα; Πως θα έμπαιναν στη Βουλή αυτοί που λένε "στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο"; Θυμάσαι να αρνείται κανείς το Ολοκαύτωμα; Πού ήταν όλοι αυτοί;




Φτάσαμε στην πλατεία του δημαρχείου. Ξένοι στα μέρη σου. Αλλά πολλοί, πάρα πολλοί. Πάρα πολλοί. Κι οι γείτονές σου, στα μπαλκόνια τους, στις αυλές, στα πεζοδρόμια. Μαζί μας. Δεν ξέραμε κατά πού να κάνουμε. Μας είπαν από τις ντουντούκες να προχωρήσουμε προς τα στενά, προχωρήσαμε. Και ξαφνικά, ένα άλλο κομμάτι της πορείας, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, άρχισε να τρέχει πανικόβλητο προς τα εμάς, ενώ ακούγονταν κρότοι. Οι μπάτσοι μάς σκάγανε δακρυγόνα μες στα μούτρα. Στα στενά, ρε Παύλο, στα στενά. Τρέχαμε όλοι προς κάθε κατεύθυνση. Και τότε, έγινε ένα θαύμα, απ' αυτά τα γνήσια που συμβαίνουν μόνο στις λαϊκές γειτονιές.

Μια γιαγιάκα άνοιξε την πόρτα για να μπάσει κόσμο στο σπίτι της. Αφού μπούκαραν καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες στη βεράντα της γιαγιούλας, έβγαλε το κεφάλι της, κοίταξε πάνω- κάτω μην έρχεται κανείς κι έπειτα έκλεισε τη σιδερένια εξώπορτα με το κρύσταλλο. Κοίταξε πάνω-κάτω έντρομη, όπως όταν φυγάδευαν τους πάντα κυνηγημένους σ' αυτόν τον τόπο. Σα σκηνή από τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο. Λίγα βήματα πιο πέρα, μια άλλη γιαγιά, βλέποντας το πλήθος αλαφιασμένο να τρέχει, φώναζε πως οι ίδιοι που σκότωσαν το παιδί, τώρα κάνουν τις φασαρίες και κυνηγάνε τον κόσμο.

Και πες μου από 'κει που είσαι ποιος από όλα τα πληρωμένα τσουτσέκια, τους δημοσιογράφους του κώλου, των ντεμέκ "έγκριτων" συμβατικών μέσων, ποιος θα μπορούσε να κάνει την ανάλυση της γιαγιάς από το Κερατσίνι, που ξέρει τι ποσοστά μάζεψε η Χ.Α. στα αστυνομικά τμήματα που ψήφιζαν οι μπάτσοι και τις σχέσεις τους με τη μαφία και τους πληρωμένους δολοφόνους που σε σκότωσαν. Πες μου από ΄κεί που είσαι. "Μα αυτό που με ξεκάνει και μου σταματάει το νου, είναι πως δεν είσαι καν αλλού."

8/9/13

τα σκουληκάκια

Σκουληκάκια στη σειρά, άλλο πιο μακρύ, οχτασύλλαβο, άλλο κολοβό σαν πρόθεση. Και τι φορτίο κουβαλάνε, τι φορτίο. Η έννοια των λέξεων είναι το αόρατο καβούκι τους. Που το σχηματίζει ο καθένας όπως θέλει. Το καβούκι είναι σαν το αποτύπωμα του αντίχειρα, μοναδικό. Είναι σαλιγκάρια που βγαίνουν στη βροχή. Δεν έχει ξεραϊλα ούτε στο χαρτί, ούτε στο τσιγαρόχαρτο, ούτε στα πίξελ του υπολογιστή. Οι λέξεις σέρνονται πάνω σε ένα ρυάκι σάλιο, ιδρώτα, δάκρυ κι αίμα. Το αίμα δεν το έχουν για χόρταση. Είναι και μερικές αιμόφιλες είναι και κάτι άλλες αιμοφοβικές. (Εμένα μια φορά μου είπε ένας π' αγαπούσα πως είναι βουτηγμένες στο αίμα οι λέξεις μου και δεν ήξερα κατά πού να κάνω).



Έλα να παίξουμε τάβλι να σε διαλύσω, του έλεγα σαν ποντίκι που βρυγχάται στο λιοντάρι. Ήξερα κι εγώ κι αυτός πως θα με συντρίψει πάλι, πως θα αρχίσω να μπινελικώνω και να καταριέμαι στο πρώτο ζοριλίκι, και θα έκανα όλα όσα είναι απαραίτητα για να μετατρέψω την παρτίδα στη μόνη μας πατρίδα, του γέλιου των παιδικών χρόνων. 




Διαλύοντας τον Χάρι. Γελάς με τον θείο Γούντυ αλλά μη σου τύχει κι ερωτευτείς κανέναν τέτοιο. Οι ίδιες ακριβώς λέξεις θα σου στραγγίξουν όλο σου το χιουμοράκι και θα στο κάνουν μαύρο κλάμα. Δε μας είχαν πει πως η Σταχτοπούτα παντρεύεται τον άπιστο πρίγκιπα. 




Το πρωί γράφουν η Ελλάδα διέλυσε την Τουρκία και μύρισαν λιβάνια, σκοτωμένο αίμα, σκόνες, κίμινο, κακοφορμισένα πτώματα, μπαρούτι, σβουνιές, κυπαρισσάκια.

Και δεν ξεχνιέται, δεν υποφέρεται, δεν. Πηχυαίοι τίτλοι σε πρωτοσέλιδο ελεεινής σκατοφυλλάδας "Ο σκληρός που διέλυσε τη Φαίη". Θα σας γαμήσει η Ιστορία, καθίκια. 

Εμείς εδώ μαζεύουμε τα σκουληκάκια μας, το ένα πίσω απ' τ' άλλο, σειρά, παλιοσειρά, το ένα πίσω απ' τ' άλλο, ακάματα, και τα στέλνουμε στο μέλλον. Τα σκουληκάκια μας θα σας φάνε ζωντανούς. Εκτροφείο με λεξούλες, που σέρνονται και σέρνονται, καθεμιά το αποτύπωμά της, το μοναδικό της καβούκι. Όποιος με ξαναρωτήσει τι ωφελεί να γράφουμε θα του πετάξω μια χούφτα σαλιγκάρια. Δεν έχω και τίποτα άλλο...

7/9/13

το ανθρωπάκι περισσεύει (Ι)

"Περισσεύεις". Το ανθρωπάκι καθόταν τώρα ζαρωμένο στο γραφείο του κι έσφιγγε τα δόντια καθώς ο αφεντικός το κατσάδιαζε όρθιος. Έπρεπε με κάθε τρόπο να παραμείνει στη δουλειά. Όχι άλλη ανεργία, όχι πάλι ανεργία. 
Η ανεργία είναι ένας θεόρατος κτηνώδης υπάνθρωπος που μπαίνει στο δωμάτιο και βιάζει ένα ανήλικο την ώρα που' ναι ξαπλωμένο. Όχι πάλι, όχι πάλι, τρέμει το παιδί αλλά δεν έχει καμία δύναμη ν' αποτρέψει το κακό. Το κακό θα γίνει, ο κακός γίγαντας θα παραμείνει και κακός και γίγαντας, κι ο αδύναμος ακόμη πιο διαλυμένος, πιο καταρρακωμένος, πιο ταπεινωμένος, πιο εκμηδενισμένος, πιο αδύναμος. Χτυπάει μόνος του χέρια-πόδια, μάταια. Κουκουλώνεται  κάτω από την κουβέρτα, μάταια. Κρύβει το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι, μάταια. 
Μια μέρα θα μαζευτούν σα μυρμήγκια τα μικρά παιδιά, θα περικυκλώσουν το πελώριο τέρας και θα παίξουν σκουός με τους βολβούς των ματιών του και φρίσμπυ με τα αυτιά του, τραγουδώντας αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν γερά τα χέρια. Αλλά στα παιδιά των παιδιών τους θα αντηχεί το όχι πάλι, όχι πάλι.

3/9/13

ευχετήρια κάρτα

Από όλη την προσφορά του ΠΑΣΟΚ σ' αυτόν τον τόπο, διαλέγω να επικεντρωθώ σήμερα στην μετατροπή των συνδικαλιστικών οργάνων σε εκκολαπτήρια βουλευτών και τοπικών αρχόντων. Εξαίρω αυτήν τη δαιμόνια λαλιώτεια επινόηση που εξέτρεψε τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος σε ένα ασύδοτο και γιγάντιο υπόγειο αλισβερίσι μεταξύ ευνοούμενων ημετέρων. Η ανάδειξη σε βουλευτικά και άλλα αξιώματα των «παιδιών του λαού», κάτι ανερμάτιστων και λυσσασμένων για θέσεις εξουσίας πασοκοφρουρών, έχει αποφέρει ιστορικά πολιτικά φιντάνια, που ακόμα και σήμερα, έκπτωτοι πια, περιφέρουν ξεδιάντροπα την αλαζονεία και την κακοήθεια της παντοδυναμίας του ηλιθίου.