27/2/13

Ρέκβιεμ




Η γρια γάτα γουργουρίζει κουλουριασμένη πάνω του. Το τρίχωμά της φωτίζεται από την σόμπα αλογόνου που καίει μπροστά από τον καναπέ, όπου είναι ξαπλωμένοι οι δυο τους κάτω από μια κουβέρτα. Οι εσωτερικές πόρτες είναι κλειστές. Κάθε δωμάτιο του σπιτιού, μια απομονωμένη Σιβηρία. Χαϊδεύει τη γάτα στη ράχη, καθώς διαβάζει ένα βιβλίο. Η ράχη του βιβλίου γράφει:  Έγκλημα και Τιμωρία. Έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να αγοράζει νέες εκδόσεις. Ξαναδιαβάζει τα παλιά. Η Ιστορία ξαναγράφεται. Το κατοικίδιο αποκοιμιέται στα πόδια του.

Λίγο μετά θα κάνει ένα ντους και θα βγει έξω να ξοδέψει το χαρτζιλίκι που λένε σύνταξη στα υπερτιμημένα προϊόντα του σουπερμάρκετ. Μεταφέρει τη σόμπα στο μπάνιο. Η γάτα ακολουθεί υπνωτισμένη τη ζεστασιά. Κουλουριάζεται στα πλακάκια. Ο άνθρωπος φεύγει. Αφηρημένος, ξεχνάει να σβήσει τη σόμπα, κάποια πετσέτα θα γλιστρήσει πάνω στη φωτιά, ίσως κάποιο τίναγμα της γάτας. 

Επιστρέφοντας, θα τον υποδεχτούν καπνοί κάτω από τη σχισμή της πόρτας. Η γάτα έχει γίνει κάρβουνο. Με τα απανθρακωμένα πατουσάκια της να γράψει κάποιος το σύνθημα «Τρομοκρατία είναι η φτώχεια που έρχεται».

Το ρέκβιεμ είναι γραμμένο με γατίσια ουρλιαχτά, τις κραυγές των τριών παιδιών που κάηκαν στην Καβάλα προσπαθώντας να ζεσταθούν με αυτοσχέδια μέσα, τον ήχο της πυρκαγιάς στα αποκαϊδια, ενώ στο βάθος ακούγονται τα τερατώδη, γεμάτα μίσος λόγια του ναζιστικού προσηλυτισμού μικρών παιδιών στα γραφεία της Χρυσής Αυγής που πυρπολούν τις ψυχές ανήλικων ανθρώπων.



24/2/13

Οι πιο δικοί μας ξένοι

Το μήνυμα είναι πια σαφές. Θα πρέπει να στραφούμε στο εξωτερικό για να μάθουμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό. Εδώ, δημοσιογράφοι των ανεξάρτητων μέσων και όσων δεν κινούνται από τα γνωστά εκδοτικά συμφέροντα διώκονται ή εκβιάζονται. Όχι πως είναι καινοφανές, αλλά πια γίνεται ξεδιάντροπα, προκλητικά, ρεβανσιστικά. Εδώ, η διανόηση, εκτός από λιγοστές αλλά φωτεινές εξαιρέσεις, που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε, βυθίζεται στη σιωπή, αποσύρεται από τον δημόσιο λόγο, συνθηκολογεί, απογυμνώνεται.
Έρχεται μια διεθνής οργάνωση, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, για να επισημάνει το προφανές, πως η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα περιστέλλεται δραματικά. Έρχεται ο Guardian να δημοσιοποιήσει τους βασανισμούς στη ΓΑΔΑ, και απειλείται με μήνυση από τον Δένδια. Κατατίθεται αγωγή κατά της Αυγής με δικηγόρο τον Βορίδη, ο Βαξεβάνης συλλαμβάνεται, ο Χαραλαμπόπουλος του Unfollow καταγγέλει ότι ο ίδιος και το περιοδικό δέχονται μαφιόζικες απειλές, το Jungle Report βλέπει ρεπορτάζ του να διαγράφεται από τη Google, μετά από σχετική αγωγή του Βαρδή Βαρδινογιάννη. Η επιχείρηση φίμωτρο έχει φτάσει πια ως το Λονδίνο και την Καλιφόρνια.
Παράλληλα, οι φωνές από το εξωτερικό πληθαίνουν. Πριν ένα χρόνο υπογράφεται έκκληση από 120 προσωπικότητες της Γερμανίας με τίτλο «Δημοκρατία αντί για δημοσιονομικό Σύμφωνο», ζητώντας να μην κυρωθεί το Σύμφωνο καθώς «ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα απειλεί ολόκληρη την Ευρώπη» και παραλληλίζουν τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία με τη δεκαετία του 1930. Το Δεκέμβρη του 2012 μια διεθνής οργάνωση με έδρα το Παρίσι, το Ευρωπαϊκό Αντιρατσιστικό Κίνημα, συντάσσει ανοιχτή επιστολή κατά του νεοναζισμού, την οποία συνυπογράφουν προσωπικότητες παγκόσμιου κύρους, μεταξύ των οποίων ο Ντάριο Φο και ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ.
Πριν λίγες μέρες, ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής Ιστορίας στο Κολούμπια, έρχεται σε ανύποπτη στιγμή να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: η θεωρία των άκρων, που με θέρμη επαναλαμβάνεται από συστημικούς δημοσιογράφους και ντόπιους ανθυποδιανοούμενους, έλκει την καταγωγή της από την ψυχροπολεμική θεωρία του ολοκληρωτισμού. Την ίδια περίοδο, επανέρχεται ο αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν να μιλήσει για «ανήθικο πείραμα σε ανθρώπους με παγκόσμια εμβέλεια» και να καταλογίσει «παράνοια» στη Γερμανία για τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει στην Ελλάδα. Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι τοποθετήσεις του Σλάβοϊ Ζίζεκ λίγους μήνες νωρίτερα, ενώ ο Νόαμ Τσόμσκυ έχει δηλώσει σε συνέντευξη: «Η τρόικα θέλει να σας καταστρέψει».
Από τον κόμη Σανταρόζα, τον ιταλό επαναστάτη που σκοτώθηκε στην πτώση της Σφακτηρίας το 1825, ως τον γάλλο λογοτέχνη και περιηγητή Σατωμπριάν που συνέταξε τον ίδιο χρόνο το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» και το οποίο λειτούργησε ως επαναστατικό μανιφέστο, ως τον Λόρδο Βύρωνα και τον Βίκτορα Ουγκώ, οι επονομαζόμενοι φιλέλληνες, συμπαραστάθηκαν στον ξεσηκωμό των Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άραγε όσοι από τους κοτζαμπάσηδες πρότασσαν το προσωπικό συμφέρον πάνω από το κοινό καλό, θα έβλεπαν με συμπάθεια τους ξένους υπηκόους που υποστήριζαν την Επανάσταση, όταν διέβλεπαν πως η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης θα επέφερε απώλεια των αξιωμάτων και των προνομίων τους;
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, μια σειρά επιφανών διανοητών, μεταξύ των οποίων ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πωλ Ελυάρ και ο Ζαν Κοκτώ κινητοποιούνται προκειμένου να σωθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα ο Νίκος Μπελογιάννης, ενώ η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει δεκάδες χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας απ’ όλο τον κόσμο. Αλλά από το παγκόσμιο κίνημα αλληλλεγύης δε θα σωθεί η ζωή του Μπελογιάννη, θα διασωθεί το σκίτσο του Πικάσο του ανθρώπου με το γαρύφαλλο. Τι ήξερε στο κάτω-κάτω, περισσότερο από την Εστία,ο κάθε Σαρλώ;
Κι αργότερα, στον αντιδικτατορικό αγώνα, θα συμβάλλουν και πάλι οι πιο δικοί μας ξένοι. Αρχές του ’69 ο Σαρτρ εκδίδει ειδικό τεύχος του περιοδικού Les temps modernes αφιέρωμα στην πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ώστε να στρέψει το ενδιαφέρον της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, και όχι μόνο, στη Χούντα. Η Deutsche Welle παρέχει χώρο ελεύθερης έκφρασης στην ελληνική εκπομπή που μεταδιδόταν καθημερινά στα χρόνια της δικτατορίας. Ο Γκύντερ Γκρας διαβάζει τον πύρινο λόγο του κατά της δικτατορίας προσκεκλημένος στην Αθήνα την άνοιξη του ’72. Η Οριάνα Φαλάτσι προβάλλει διεθνώς τον Παναγούλη αλλά και το αντιδικτατορικό κίνημα, για να προσθέσω ακόμη μια περίπτωση σ’ αυτή την ενδεικτική σταχυολόγηση.
«Επί ενάμιση περίπου αιώνα, οι ξένες δυνάμεις, με την παρέμβασή τους ή με τη βοήθειά τους ήταν σχεδόν πάντα λίγο πολύ υπεύθυνες για τη γέννηση ή την επίλυση των κρίσεων που γνώρισε η Ελλάδα» γράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς προοικονομώντας ήδη από τις πρώτες σειρές του βιβλίου του την Ελληνική τραγωδία: από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες. Την ίδια στιγμή, οι άλλοι ξένοι, οι πιο δικοί μας ξένοι, διανοητές, οργανισμοί, δίκτυα, μμε και οι λαοί θα εμφανίζονται διαχρονικά ως deus ex machina. Κατανοούν, συναισθάνονται και στέκονται συμπαραστάτες, αρωγοί, εμπνευστές, αλληλέγγυοι. Και οι πιο ξένοι από τους δικούς μας, ακόμη πασχίζουν να μας πείσουν πως δεν πρόκειται για τραγωδία.

21/2/13

κατασταλτικός μιθριδατισμός

Πλήθος γυναικών συγκεντρωμένο μπροστά από το αστυνομικό τμήμα της Ιερισσού. Διαμαρτύρονται για την εξαφάνιση δύο συμπολιτών τους μετά από προσαγωγή. Διαμαρτύρονται για τον εκφοβισμό που υφίστανται ως κάτοικοι της περιοχής. Στο βίντεο που έφτιαξαν οι ίδιοι οι κάτοικοι ακούγονται να επαναλαμβάνουν τη λέξη "τρομοκρατία". Μα τι εννοούν όλες αυτές, ανυποψίαστε πολίτη μου; Έχασαν τα μυαλά τους;



Δεν χρειάζεται να είσαι Αριστερός από την κούνια σου. Μία Erin Brockovich να έχεις δει, σενάριο βασισμένο σε πραγματική ιστορία ήταν,  σταρ του Χόλιγουντ πρωταγωνιστούσε,  δεν δα ήταν καμιά indie παραγωγή, καταλαβαίνεις ότι εκεί που πάει να στηθεί μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση, μπορεί κάλλιστα να εξοντωθεί όχι μόνο το οικοσύστημα της περιοχής, αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι, αν χρειαστεί. Τα ανθρώπινα εμπόδια μπορούν να αρθούν άμεσα με απαγωγές της αστυνομίας και εκφοβισμό της κοινότητας ή μακροπρόθεσμα με περιβαλλοντικές ασθένειες, όπως στην ταινία. Υπάρχει βέβαια πάντα και η εξαγορά συνειδήσεων αλλά εδώ δεν χρειάζεται τέτοιο μέσο. Έχουν αναλάβει πιο επιδραστικό ρόλο τα κανάλια με την προπαγάνδα υπέρ των μεταλλείων και την αποσιώπηση κάθε άβολης αλήθειας.

Προχτές, σε τηλεοπτικό πάνελ του MOUGA-για-την-μεγάλη-πορεία-στη-Θεσσαλονίκη, κάποιος έριξε την εμπρηστική δήλωση αλλά πέρασε στα ψιλά: οι Σκουριές Χαλκιδικής θα είναι το νέο Λιτόχωρο. Το Λιτόχωρο Πιερίας είναι ο τόπος από τον οποίο ξεκίνησε ο Εμφύλιος τον Μάρτη του '46.



Οι γυναίκες μιλούν για τρομοκρατία αλλά και οι καθεστωτικοί μιλούν για εμφύλιο.

Στη δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή (1973-1990) οι εξαφανίσεις αντικαθεστωτικών μαζί με τις εκτελέσεις έφτασαν στους 3.200 και τα θύματα βασανιστηρίων και παράνομων κρατήσεων στους 37.000.

Ναι, αλλά εδώ δεν είναι δικτατορία, θα μου πεις. Ναι, αλλά εδώ δεν έχουμε καμία εκτέλεση και οι εξαφανίσεις ήταν μόνο δύο και τελικά αναιρέθηκαν.

Για τους βασανισμούς, να θυμίσω τη δημοσίευση της Guardian για ΓΑΔΑ, την οποία Guardian ο Δένδιας απείλησε με μήνυση, επιχειρώντας να φιμώσει ακόμη και τα ξένα μμε. Για τους βασανισμούς, να θυμίσω την ξεδιάντροπη και προκλητική διάδοση των βασανισμών στο Βελβεντό με τη συνεργασία ΜΜΕ-ΕΛΑΣ.

Για τις εκτελέσεις, να θυμίσω,  ότι ο Βορίδης τάσσεται ανοιχτά υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής εκπροσωπώντας τον εσμό ακροδεξιών υπάνθρωπων σε μια κοινωνία που εκφασίζεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς.

Κι όσο για τις εξαφανίσεις, είναι δοκιμές κατασταλτικού μιθριδατισμού: ελεγχόμενες δόσεις κρατικής τρομοκρατίας στην αρχή, έτσι ώστε η κοινωνία να την συνηθίσει. Έτσι ώστε, όταν γενικευτεί το φαινόμενο της κρατικής τρομοκρατίας, σε συνεργασία με την λευκή τρομοκρατία των χρυσαυγιτών, η κοινωνία να έχει πέσει ήδη στη σχετική αφασία.


Να μη συνηθίσουμε.


16/2/13

Αδιανόητοι διανοητές

Κατηφορίζαμε τη Βασιλίσσης Σοφίας. Μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα. Που δεν ψηφιζόταν κανένα Μνημόνιο, κανένα Μεσοπρόθεσμο, κανένα νομοσχέδιο. Ομως οι περισσότερες λωρίδες της λεωφόρου ήταν κλειστές. Για να κυκλοφορήσουν ασφαλή και ανενόχλητα τα επιβατηγά με τα αλεξίσφαιρα φιμέ κρύσταλλα και τα δερμάτινα καθίσματα. Αυτά που μεταφέρουν το είδος του ανθρώπου που έρχεται από έναν άλλο κόσμο να υπαγορεύσει πολιτικές. Κάθετα, στο πλάι της Βουλής παρκαρισμένες δύο κλούβες της Αστυνομίας.

Θα θυμήθηκε και το φράχτη της ντροπής που στήθηκε στο Σύνταγμα την ημέρα της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου. Ενα παραπέτασμα από ατσάλι και πλεξιγκλάς, άθραυστο, κόστους 40.000 ευρώ, ύψους 2,20 μ. και μήκους 15 μ. Με παραθυράκια που ανοίγουν μόνο από την πλευρά των ΜΑΤ, για ρίψη χημικών. Θα θυμήθηκε και τα ασφυξιογόνα, τα δακρυγόνα, τις κλομπιές, τα κλοτσίδια των πανόπλων.

Κοίταξε κατά το σύμπλεγμα Κοινοβούλιο - ένστολοι - κλούβες - λιμουζίνες - κουστουμάτοι σαν να αντίκριζε πρώτη φορά το θέαμα και μουρμούρισε αφελώς: «Αν όλοι αυτοί έκαναν κάτι καλό, θα περπατούσαν ξυπόλυτοι ανάμεσά μας, όπως ο Γκάντι». Εκείνη τη στιγμή διέκρινα στο βλέμμα αυτού που τσουβαλιάζουν ως «μέσο άνθρωπο» την αθωότητα της ενήλικης άγνοιας, την επιστροφή στο θεμελιώδες, το μεγαλειώδες παιδιάστικο «γιατί».

Η στιγμή που ο υποψιασμένος άνθρωπος θα κοιτάξει ανυποψίαστος τον κόσμο και θα αναρωτηθεί για το αυτονόητο, απηχεί ίσως τη θέση του Feyerabend, ενός από τους πιο ριζοσπάστες φιλοσόφους της επιστήμης, που συνοψίζεται στο πρόσταγμα «όλα επιτρέπονται». Τα μεγάλα breakthrough στη γνώση δεν έγιναν αναμασώντας στο διηνεκές δείκτες και στατιστικές, δεν έγιναν προπαγανδίζοντας δόγματα, παπαγαλίζοντας «οικουμενικές αλήθειες», δεν έγιναν με την προσκόλληση στα ταμπού, δεν έγιναν χωρίς τη ρήξη με το αυτονόητο. Οι ουτοπίες του σήμερα είναι συχνά οι τόποι του αύριο. Και όχι, δεν χρωστάμε σε κανέναν να απαλείψουμε αυτό το βλέμμα.

Την πρώτη φορά που είδα τον Κισλόφσκι να μιλάει, ίσως σε μία συνέντευξη για το making of της Μπλε ταινίας, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το βλέμμα του. Εβλεπα τα μάτια ενός δεκάχρονου παιδιού στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο ενός ανθρώπου μέσης ηλικίας. Ενιωθα πως το βλέμμα του εξέπεμπε αθωότητα και καλοσύνη, πως στα μάτια του σπίθιζε η φλόγα του μικρού εξερευνητή και πως, όταν χαμογελούσε, το πρόσωπό του αποκτούσε μια σκανδαλιάρικη έκφραση. Ομοια αίσθηση είχα όταν διέκρινα στη Διδώ Σωτηρίου το φιζίκ ενός κοριτσόπουλου, που όμως δεν άφησε ανέπαφο ο χρόνος. Αλλά ίσως και η εικόνα που τους προσέδιδα δεν ήταν παρά αντανακλάσεις των δικών μου προκαταλήψεων υπέρ τους, δεν ήταν παρά αποκωδικοποιήσεις του έργου τους και αισθητικές αποτιμήσεις σε μορφή φυσικών χαρακτηριστικών. Ισως και όχι.

«Ομως οι περισσότεροι άνθρωποι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής τους, και οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, ζουν με προσδοκίες λιγότερο μεγαλόπνοες» γράφει ο Χομπσμπάουμ («Επαναστάτες», εκδόσεις Θεμέλιο). Αυτή η συνθήκη δεν είναι κατανοητή, απαραίτητα, για τον διανοούμενο. Ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Φρέιρε, ο Κροπότκιν, η Εμα Γκόλντμαν, ο Ντάριο Φο, για να προσθέσω ελάχιστα επιπλέον παραδείγματα -εσκεμμένα μόνο ξένων διανοητών-, διατήρησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους, μέχρι τα γεράματα, ένα αμετανόητα «επαναστατικό» βλέμμα. Ο υπέργηρος Τσόμσκι, που συνεχίζει να ενοχλεί και επιχειρούν να τον απαξιώσουν αποκαλώντας τον επαγγελματία επαναστάτη, θα μας προτρέψει κάπως έτσι: Ξεκινήστε να ρωτάτε τα αυτονόητα.

Η ένδεια της «ντόπιας διανόησης», που τραγουδούσε ο Βασίλης Νικολαΐδης, φανερώθηκε. Επιβεβαιώθηκε πως τον τίτλο του διανοούμενου που περιέφερε αλαζονικά η συντριπτική πλειονότητα μεταξύ αυτών, τον οικειοποιήθηκε καταχρηστικά με παραγοντισμό, κλίκες, κρατικοδίαιτο έργο, κομματικούς μηχανισμούς και κληρονομικώ δικαιώματι. Εκτός από ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, δεν είναι πως γέρασαν και γι' αυτό στράφηκαν στη συντήρηση. Είναι πως ποτέ δεν υπήρξαν διανοητές. Και κάποτε οι συνθήκες αποκάλυψαν τη γύμνια τους, όπως το παιδί στα «Καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Δεν σιώπησαν, όπως ο άνθρωπος στο «Σώπα, μη μιλάς» το ποίημα του Αζίζ Νεσίν. Δεν επιχείρησε κανείς να τους κλείσει το στόμα, όπως στον «Εχθρό του λαού» του Ιψεν. Δεν μιλούν, γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν. Η κρίση, ναι, είναι ευκαιρία. Για να διαλυθούν οι αυταπάτες μας για τους αδιανόητους διανοητές μας.


15/2/13

Ατσιού


Η πρώτη της ψυχαναλυτική συνεδρία. Σε όλη τη διάρκεια ο αναλυτής φταρνιζόταν. Στο τέλος του 45λεπτου της ζήτησε μια χάρη. Αν γίνεται να μην φοράει άρωμα όταν τον επισκέπτεται. Έπασχε από αλλεργική ρινίτιδα. Εκείνη θα πρέπει να ανασήκωσε το φρύδι ή να γούρλωσε τα μάτια ή να αναδεύτηκε στην καρέκλα της, γιατί ο αναλυτής έσπευσε να την καθησυχάσει. Το άρωμά της ήταν πολύ όμορφο, το απολάμβανε, ήταν πραγματικά αισθησιακό, αλλά ερέθιζε αυτή την αλλεργία που τον ταλαιπωρούσε.
 
Έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό της, πέρασε την τσάντα της στον ώμο και του ανακοίνωσε την ερμηνεία της. Ο οργανισμός του αντιδρά όταν κάποιος του επιβάλλεται δια της οσμής στο προνομιακό του πεδίο και ακόμα χειρότερα όταν ο αναλυόμενος του επιβάλλεται επιχειρώντας να καλύψει την ουσία του με συνθετικά αρώματα. Ίσως, όπως ο Γκρενούιγ στο Άρωμα του Ζίσκιντ, να αναζητούσε την πεμπτουσία της αυτεπίγνωσης συλλέγοντας το βαθύτερο, το πιο σκοτεινό, το πιο μύχιο κι ανομολόγητο άρωμα που ανέδιδε η ύπαρξη των αναλυόμενων.
 
Κάθησε στο γραφείο του. Συμπλήρωσε τη χειρόγραφη απόδειξη και την έτεινε κατά το μέρος της. Εκείνη την πήρε στα χέρια, διάβασε τα στοιχεία, έψαξε το πορτοφόλι της. Εισέπραξε το αντίτιμο της συνεδρίας από τον αναλυτή. Έψαχνε να του δώσει ρέστα.  "Έδωσες ρέστα σήμερα", της είπε εύθυμα και αποχαιρετίστηκαν για πάντα.

12/2/13

τάγματα επί νοίκια

Στη γειτονιά σου, κύριε Γιώργο, δεν ψέκασαν. Ανθίζουν ακόμα τα οπωροφόρα. Δεν πέρασαν τα τάγματα του ορθολογισμού να σημαδέψουν την περιουσία σου με μαύρα Χ δηλώνοντας: εδώ είναι ιδιοκτησία. Εδώ είναι τέμενος. Εδώ προσκύνα. Εδώ ανήκει σε κάποιον. Εδώ κάποιος είναι κύριος και κάτοχος.
Ποιος είσαι εσύ, κύριε Γιώργο, που επαρκεί η σύνταξή σου για να ζεις και θέλεις να χαρίζεις νοίκια στους ξένους; Είναι ξένοι, αλλά είναι και αλλοδαποί; Μην την κάνεις λειψή την καλή πράξη και μας χαλάσεις το όνειρο, κύριε Γιώργο.
Είναι χειρόγραφη η επιστολή σου. Διπλωμένη σε φάκελο. Με γραμματόσημο και σφραγίδα ταχυδρομείου. Ακόμη κι αν στην πληκτρολόγησε το εγγόνι σου και την έστειλε με email στην εφημερίδα, η επιστολή σου μυρίζει λεβάντα. Είναι μπανάλ.
Τα μικρά παιδιά, κύριε Γιώργο, κάπως θα το νιώθουν πως οι γονείς τους δεν είχαν για το νοίκι. Πάντα όπως το λέει ο στίχος για το Λαύριο:  Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;/ Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα. Θα μάθουν άραγε για την καλοσύνη σου; Την καλοσύνη τη δική σου και του καθενός που δεν επιδιώκει να την εξαργυρώσει, να δρέψει δάφνες, την καλοσύνη που συνθλίβεται κάθε μέρα ανάμεσα στις εκδοχές της πραγματικότητας που συγκρούονται. Ούτε ηρωισμούς, ούτε αγιοσύνες, ούτε μανιφέστα. Να, μια δωρεάν παραχώρηση των διαμερισμάτων, στους ανθρώπους με τα μικρά παιδιά που δεν τα βγάζουν πέρα.  Για λίγο. Μόνο για να γλιτώσουνε την έξωση.  Μια φιλοξενία. 
Αλλά τα τάγματα των ζόμπι των ναζήδων θα σε ανακρίνουν, μη η καλοσύνη σου ωφελεί μετανάστες. Και τα τάγματα των ζόμπι των διαφωτιστών  θα σε ανακρίνουν, μη η καλοσύνη σου δε φέρνει έσοδα στο κράτος, την ίδια στιγμή που αποτάσσονται τη φορολογία από αποστροφή στην ιδέα πως η φορολογία μπορεί να διατίθεται προνοιακά, να αναπαράγει κύριους Γιώργους για ανήμπορους.

9/2/13

κάστα ντίβα



γραμμένο μαζί με τον Costinho


[...] σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι μέλη αυτής της συμμορίας δεν είναι οι απόκληροι της κοινωνίας, αλλά παιδιά αστικών, ίσως και μεγαλοαστικών, οικογενειών που είχαν εκλεκτή μόρφωση.
Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, βαρυσήμαντο σοκαριστικό άρθρο στο πρόταγκον που θα συζητηθεί -εδώ, από εμάς.

Δεν τα λέει στραβά λοιπόν ο Μιλτιάδης. Ούτε και οι προταγκονιστές κοντυλοφόροι που προσπερνώντας όλες τις γραμμές της τεκμηρίωσης του αδικήματος, στάθηκαν –πέρα κι από τον βαθύ αποτροπιασμό τους για την ίδια την πράξη- στην ταξική γενέτειρα των συλληφθέντων. Πράγματι πρέπει να σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι η επένδυση που έγινε στην εκλεκτή μόρφωση -η οποία πιθανώς να στοίχισε περιουσίες- όχι μόνο δεν ακολουθείται από πραγματικές πιθανότητες ανταποδοτικότητας, αλλά αντίθετα –και ακόμα πιο αχάριστα- διοχετεύεται σε κανάλια άρνησης του κόσμου που θεμελιώνεται στις νόρμες της ανταποδοτικότητας. Ίσως άγαρμπα, ίσως ρομαντικά, ίσως βάρβαρα, αλλά άρνησης. Και με κόστος, πάντως –όχι με καβάντζα την ασφάλεια της τάξης, εφ’όσον τα παιδιά αυτά έχουν ήδη αποσχιστεί από την τάξη της ασφάλειας. Σοκάρεσαι όταν ανακαλύπτεις ότι κι οι άλλες συμμορίες μοιάζουν με τη δική σου. Ότι φέρουν σχεδόν τα ίδια σημεία της ταξικής συνθήκης: εκλεκτή μόρφωση, μεγαλοαστικές οικογένειες, κληρωμένοι της κοινωνίας. Φτιαγμένοι. Χρεωμένοι στην τυχερή πλευρά της ζωής. Παλεύοντας για το περισσότερο, όχι για το αυτονόητο και ήδη κεκτημένο, όχι για το αβίαστα παρεχόμενο, το κατά συνθήκη· πλεονέκτες από επιλογή, όχι ρέκτες από ανάγκη –σύμφωνα πάντα με τους προτάγκονους. Γι’αυτό και το πρώτο ανάθεμα που θα πέσει πάνω τους κατά το ταξικό παραστράτημά τους είναι η υπενθύμιση της καταγωγής τους. Όλοι θα αναρωτηθούν δηκτικά: γιατί αυτή η εκλεκτή μόρφωση να βρίσκει έκφραση στα όπλα; Κανείς δεν θα αναρωτηθεί –κανείς δεν αναρωτήθηκε: γιατί αυτή η βολεμένη (ίσως και μεγαλοαστική, αλλά σίγουρα όχι απόκληρη) παρέα να ληστεύει μια τράπεζα;
Τι άραγε να ταράζει περισσότερο τη συνοχή των αστών; A class war or a war within a class? Στο πρώτο ενδεχόμενο, έχουν αριστεύσει κατά καιρούς, έχουν βρει τα εργαλεία, έχουν φτιάξει τα γκέμια, τα’χουν κουλαντρίσει. Το δεύτερο ανοίγει επικίνδυνες ρωγμές, επιβουλεύεται την άρρηκτη συνέχεια της κάστας. Ως θέσει όμοια, τα τέκνα των παροικούντων στις παρυφές της ευδαίμονος τάξης χαλάνε την πιάτσα. Η απόκλιση από την ενιαία αφήγηση –αυτή που βρίσκει ελευθερία μόνο στην κατανάλωση και την αποχαλίνωση των όρων ανταποδοτικότητας- απειλεί να διασαλεύσει το αρραγές: την τάξη της τάξης. Πέρα από την πιάτσα όμως, χαλάει και τη συμφωνία –την ομερτά των ταξικών κεκτημένων και έννομων επιδιώξεων. Η απόλαυση των προνομίων της κάστας στηρίζεται στον κατά γράμμα σεβασμό της νόρμας: τουμπεκί, μάσα, πρέφα και κομπόστα· και χαίρε πολιτεία ασάλευτη. Η δε περιφρόνηση των προνομίων ανεπίτρεπτη. Είναι πράγματι μια σκέψη που τρομοκρατεί.
Όλοι τους ξεχνούν βέβαια, μάλλον όχι τυχαία, ότι ταξικοί αποστάτες δεν ήταν μόνο οι δυο ήρωες στο Άλμπατρος, ο βαρονέτος Έντμουντ Μάθιουσελντ και ο μαρκήσιος Νέλσον Τζαίημς (που βέβαια μια δεκαετία μετά αναρωτιόμαστε αν η συγγραφέας του μυθιστορήματος είναι το ίδιο πρόσωπο με την αρθρογράφο στην άθενς βόης ή είναι κάτι σαν τους Luther Blissett αλλά μετά τη διάσπαση), αλλά και πολλοί άλλοι επιφανείς διανοητές. Ο Κροπότκιν ήταν γιος πρίγκιπα, ο Μπακούνιν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, ο Λαφάργκ, ο Ένγκελς και ο Μαρξ προέρχονταν από εξαιρετικά εύπορες οικογένειες, για να παραθέσουμε ελάχιστα παραδείγματα. Ο Λένιν μάλιστα –άλλος ένας τιμημένος αποστάτης της τάξης του- πολύ εύστοχα θεωρούσε ότι η αστική διανόηση θα αναπληρώσει την αδυναμία των εργατών να διαμορφώσουν πολιτική ταξική συνείδηση καθώς δεν ήταν τυφλός στο να δει ότι φορείς και δημιουργοί της επαναστατικής θεωρίας δεν είναι οι εργάτες αλλά οι διανοούμενοι και μάλιστα οι πρωτοπόροι αστοί διανοούμενοι. Γράφει κάπου ο Ραφαηλίδης γι’αυτούς τους φωτισμένους αστούς αποστάτες, ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τους υποπτευτεί για ιδιοτέλεια, γιατί είναι οι μόνοι που δεν αντιλαμβάνονται τον «καλύτερο κόσμο που είναι νάρθει» σα δυνατότητα αναρρίχησης στην εξουσία των πεινασμένων που ονειρεύονται να γίνουν αφεντικά, αντιστρέφοντας τους ρόλους του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου. Το ίδιο ισχύει και για τον Δημήτρη Μπάτση, το σύντροφο και συναγωνιστή του Νίκου Μπελογιάννη που εκτελέστηκε μαζί του τον Μάρτιο του’52: γιος ναυάρχου, διαπρεπής οικονομολόγος και δικηγόρος, άνθρωπος με λαμπρή δράση στη διάρκεια της κατοχής, μέλος της «καλής κοινωνίας» του Κολωνακίου, άνθρωπος ευκατάστατος –και παρά ταύτα κομουνιστής. Ως τυπικός «αποστάτης της τάξης του» έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Με τον Μπάτση δίπλα στο Μπελογιάννη δείχνεις με τον πιο σαφή τρόπο πως η κομουνιστική διάβρωση είναι πολύ βαθιά, αφού το κομουνιστικό μικρόβιο μπορεί να προσβάλει ακόμα και άτομα υγιέστατα από ταξικής απόψεως και όχι μόνο αυτούς που «δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους».
Η εκλεκτή μόρφωση όμως θα μπορούσε να αποτρέψει τέτοιες μολύνσεις. Δεν είναι μόνο ο Βαρβιτσιώτης που αντιπροτείνει γαλλικά και πιάνο προκειμένου να μετουσιωθεί το αριστοτελικό «φιλοσι γὰρ γαν καμισοσιν γαν καὶ τἆλλα πάντα ὁμοίως» σε τσάι και συμπάθεια, και μάλιστα σε συνθήκες παγκόσμιου σπαραγμού. Από τα διάφορα speaker’s corner στα αχανή Hyde Park του φέησμπουκ εκφράστηκαν πανομοιότυπες ρήσεις από την «ντόπια διανόηση», όπως σε στίχο του Βασίλη Νικολαϊδη. Η κάστα των βαρβιτουρικών προταγκονιστών ξηγιέται αισθητική ούμπερ άλες, ως τη μακάρια ωτασπίδα που θα προστατεύσει την τάξη από τα άτακτα ερεθίσματα. Να τρελαθούμε στα φαγκότα, που λέει και ο Τζιμάκος, προκειμένου να καλλιεργηθεί η ψυχούλα μας, να μετατραπεί το μίσος που προκαλεί η κοινωνική αδικία -ανεξάρτητα αν είσαι εργάτης ή αστός- σε καλλιέπεια και καλλιέργεια και φιλευσπλαχνία και άλλα ζαχαρωτά.
Και πάλι ξεχνούν να προσμετρήσουν πως οι Γερμανοί ναζί ανάγκαζαν τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να ακούν Στράους και Βάγκνερ σκάβοντας με τα νύχια τάφους με τα χέρια τους για τα αδέρφια και τους γονείς τους που πέθαιναν από κακουχίες. Στο Μαουτχάουζεν το ολοκαύτωμα συντελέσθηκε με τις μουσικές που μας προτείνει η σύγχρονη ανθυποδιανόηση για anger management, έτσι απολίτικα, λάιτ και λάικ. Ο Παούλ Τσελάν, έχοντας ζήσει τη θηριωδία του Άουσβιτς και τους ναζήδες με τη ρομαντική μουσική, θα γράψει τη Φούγκα του θανάτου:
Mαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τ'απόγευμα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμ' ένα τάφο στους άνεμους εκεί δεν είναι στριμωχτά.
Η πολιτική ενάργεια της τάξης –και η ίδια η άλλως υψηλή αισθητική της τελικά- τελειώνουν στο nobility· αστική ευγένεια, και από μέσα ας ζέχνουν. Το έχει απαντήσει ήδη όμως ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι:
Τη σκέψη σας που ονείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας,
σάμπως ξυγκόφρεφτος λακές
σ'ένα ντιβάνι λιγδιασμένο
εγώ θα τη τσιγκλάω,
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός και αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα στη ψυχή μου
και ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Πιο λιτά και λιγότερο ηρωικά, το έχει περιγράψει και η Γαλάτεια Καζαντζάκη: εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Εικόνα σου είμαι κοινωνία και τρομάζω, πετάγεται ξανά ο Τζιμάκος με την περιπαικτική του σκληράδα. Ένα στίχο πριν όμως, η Γαλάτεια έχει ήδη αποσαφηνίσει την τοπογραφία της απόγνωσης: όλη η ζωή μου του χαμού. Αλλά αυτό είναι που κάνει το τσιτάτο ασήκωτο. Γιατί δείχνει την κόλαση. Δείχνει ποιοι και με τι είναι –ή είμαστε- πραγματικά όμοιοι. Δείχνει ότι η ταξική νιρβάνα δεν έχει υπόκρουση Βάγκνερ και μεγαλείο ανθρώπων -όπως μαρτυρά κάθε μεγάλη μουσική- αλλά τους ήχους που φτάνουν από μακριά, τους τριγμούς από τα έγκατα του ζόφου, την ηχώ των σαπισμένων κορμιών, τις κραυγές στα κρατητήρια στις πέντε τα ξημερώματα, τις παραμορφώσεις στα πρόσωπα -απ'έξω κι από μέσα-, το αποτρόπαιο σύρσιμο που κάνει το καροτσάκι του άστεγου, ενώ κουβαλάει το βιος του και το βιος μας, πάνω στα πλακάκια της ανάπλασης κάποιου διαπλεκόμενου δημάρχου.
Αυτά τα κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο των πιτσιρικάδων μπορεί να είναι κι από αίμα -για να συνεχίσουμε στο πνεύμα των ποιητών. Μπορεί όμως να είναι κι από ντροπή· την ατέλειωτη ντροπή που αντανακλάται πάνω τους, που φορτώνεται σαν αλάτι πάνω στις αμυχές τους· την ανυπόφορη ντροπή των αστών συγγενών τους που όχι καλάσνικοφ δεν τολμούν να φανταστούν ότι αγγίζουν, αλλά που πηγαίνουν στην τράπεζα καθημερινά, μόνο για να σφίξουν κι άλλο τη γραβάτα που μια μέρα θα τους πνίξει. Και που επειδή ντροπή δε νιώθουν για τίποτα, τη φοράνε όλη στα παιδιά τους.

3/2/13

Από τη Λέρο στη Λέγκω

Πρόσφατα  ένα νεογέννητο βρέφος μεταφέρθηκε από τον τόπο κατοικίας του στη Λέρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου με συμπτώματα υποθερμίας, δύσπνοιας και πολυοργανικής βλάβης, όπου και κατέληξε. Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα το βρέφος πέθανε από υποσιτισμό, ενώ ο ιατροδικαστής δηλώνει σε ρεπορτάζ της τοπικής εφημερίδας :
«Λυπάμαι πολύ στην σημερινή εποχή να υπάρχουν τέτοιοι θάνατοι. Η μητέρα του, αν δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, μια πόρτα ενός σπιτιού να χτυπούσε, θα της έλεγαν, θα της έδιναν κάποιες συμβουλές»  (εφ. Πατρίς, 25.1.2013)
Όμως όταν γίνεται επίκληση της «σημερινής εποχής» για το αδικαιολόγητο του θανάτου του βρέφους, αφενός δεν μπορεί να επιρρίπτεται η ευθύνη αποκλειστικά στην μητέρα παραβλέποντας την πραγματικότητα του ΕΣΥ και δη σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Αφετέρου δεν μπορεί να προτείνεται ως λύση η υποκατάσταση  της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με τη χρήση τυχόν κοινωνικών δικτύων, δηλαδή συγγενών, γειτόνων, φίλων κλπ. Αυτά δε συνάδουν με τη «σημερινή εποχή» αλλά μάλλον με την προνεωτερική.
Οι δε εκκλήσεις της μητέρας για βοήθεια σε φόρουμ για γονείς, στο κοινωνικό δίκτυο δηλαδή που διέθετε, μάλλον κλονίζουν τη δήλωση του ιατροδικαστή. Σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις της στο φόρουμ αδυνατούσε να βρει παιδίατρο. Συμπτωματικά, ακριβώς ένα χρόνο πριν το τραγικό συμβάν οι κάτοικοι της Λέρου είχαν απευθύνει επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπ.Υγείας επειδή ο μοναδικός παιδίατρος στο ακριτικό νησί, σε «ένα νησί με 9.000 μόνιμους κατοίκους  και περίπου 3.000 παιδιά», ήταν αναγκασμένος να μεταβαίνει στην Πάτμο για να καλύπτει τις εκεί ανάγκες του πληθυσμού.
Στο ίδιο ρεπορτάζ, ο μαιευτήρας που παρακολουθούσε την μητέρα κατά την εγκυμοσύνη της, την περιγράφει ως μια γυναίκα «ιδιόρρυθμη»,  η οποία στο ιατρικό ιστορικό ανέφερε πως βρισκόταν στον 5ο μήνα ενώ ήταν επίτοκος και που, ως λεχώνα, ζητούσε επίμονα να της χορηγηθεί χάπι για διακοπή του θηλασμού, αίτημα που τελικά ικανοποιήθηκε.  Το σχόλιο του μαιευτήρα είναι εύγλωττο:
«Δεν είμαι ειδικός για να σχολιάσω την ψυχολογική ή νοητική τους κατάσταση. Ξέρω μόνο πως πολλές μητέρες με χαμηλό IQ κάνουν παιδιά και τα φροντίζουν στην εντέλεια, γιατί λειτουργεί το μητρικό ένστικτο».
Και πάλι, το σαφές έλλειμμα ενός δικτύου υπηρεσιών για την υποστήριξη της μητρότητας δεν επισημαίνεται καν, αν και είναι γνωστό πως κάθε νεογέννητο αφήνεται στην τύχη του μετά το εξιτήριο από το μαιευτήριο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, αποτελεί πρακτική ρουτίνας η επισκέψη κατ’οίκον στις λεχώνες από ειδικούς επαγγελματίες υγείας (συνηθέστερα επισκέπτες υγείας). Η χρησιμότητα μίας τέτοιας υπηρεσίας έγκειται στο ότι πραγματοποιείται εκτίμηση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας του περιβάλλοντος του νεογέννητου, της ανάπτυξής του, αλλά και της ψυχικής υγείας της μητέρας, όταν μάλιστα η επιλόχειος κατάθλιψη εμφανίζεται στο 15% των γυναικών και η συμπτωματολογία της μπορεί να είναι τόσο ισχυρή ώστε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας ή/και του βρέφους. Δεν ισχυρίζομαι προφανώς ότι έπασχε από επιλόχειο κατάθλιψη η συγκεκριμένη μητέρα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Δεν έτυχε εξάλλου, όπως και η πλειονότητα των γυναικών που γεννούν σε αυτόν τον τόπο, στοιχειώδους υποστήριξης.
Αντί λοιπόν να μας απασχολήσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών στην πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και το έλλειμμα σε υπηρεσίες πρόληψης, πολλοί έσπευσαν να συνταχθούν με την άποψη ότι ο θάνατος του βρέφους είναι απόρροια της «εγκληματικής παραμέλησης». Η μέχρι σήμερα παρωχημένη victim-blaming προσέγγιση στον χώρο της υγείας, ότι δηλαδή το ίδιο το θύμα ευθύνεται αποκλειστικά για την κατάστασή του, φαίνεται να επανακάμπτει και μάλιστα μέσα σε συνθήκες διάλυσης του ΕΣΥ.
Δεν φταίει το ΕΣΥ που δεν παρέχει αποδοτικές υπηρεσίες πρόληψης, φταις εσύ που δεν πρόσεχες. Δεν φταίει το ΕΣΥ που δεν έχει επαρκές προσωπικό, τεχνικό εξοπλισμό και υποδομές για να σε περιθάλψει, φταις εσύ που νόσησες. Ομοίως, δεν φταίει το ΕΣΥ που δεν παρέχει καμία στήριξη στην μητρότητα μετά την αποχώρησή σου από το μαιευτήριο, φταις εσύ που ήσουν κακή μητέρα. Αλλά η χειρότερη μητέρα είναι η Λέγκω του Μαρκόπουλου: «Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια, ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά, γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά».