28/12/12

Βλέφαρό μου



Άνοιξα την μικροσκοπική γροθιά του. Να του φιλήσω ακόμη και τις παλάμες. Μωρό μου. Αγόρι μου. Ομορφιά μου. Ψυχή μου. Λατρεία μου. Αγάπη μου. Ζωή μου. Φως μου. Ματάκια μου. Ζουζούνι μου. Γλυκουλάκι μου. Ζουμπουρλό μου. Παιδί μου. Ένα κείμενο μόνο προσφωνήσεις της μάνας στο παιδί της. Κάθε προσφώνηση και μια παύση. Παύση. Αυτό που μας λείπει. Χτες στην παράσταση Παρθενώνας. Πρόφτασα να μου πω, μην κλάψεις πάλι ρε. Άνοιξα την μικροσκοπική γροθιά του. Να του φιλήσω ακόμη και τις παλάμες. Και έπεσε το βλέμμα μου στη γραμμή της ζωής. Που δεν είναι μακριά.  Και δεν έχει καμιά λογική εδώ. Να προλάβεις να πεις τι είναι αυτά ρε; Χειρομαντεία ρε; Στο αντίκρυσμα έχει ήδη περάσει απ' το νου σου η σκέψη. Και δεν έχει πιο τραγική μοίρα από αυτή.

Έλα ύπνε πάρτο, σε μετάξι απάνω βάλτο, σιγά
Κι από μέλι, γάλα νά ' του ονείρου του η σκάλα, πλατιά

Δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Κάπου 'κει. Ο Μ. ένας φίλος από τη γειτονιά, ένα χρόνο μεγαλύτερος, παθαίνει λευχαιμία. Παραγγέλνει στην ξαδέρφη του να του γράψω μια κασσέτα. Του την πήγε. Χόρευε, λέει, με τους ορρούς. Δυο εξηντάρες είχα γράψει, όχι ενενηντάρα, γιατί χαλούσανε αυτές. Λαϊκά και τέτοια. Τους καημούς και τις αναμνήσεις όλες, μέσα σ’ ένα άλμπουμ τα πέρασα, έτσι να θυμάμαι μαζί με σένα, πόσο άσχημες μέρες πέρασα. Χτες βράδυ που κουβέντιαζα με έναν φίλο του έλεγα πως είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που δεν πίστευαν στο Θεό, που δε μας πήγαιναν ποτέ στην Εκκλησία, που δεν είχαμε εικονίσματα στο σπίτι. Στην κηδεία του Μ., μαζί με όλο το άθεο ασκέρι των δεκαπεντάχρονων, έψελνε ο παπάς και εμείς βρίζαμε το Θεό του μέσα. Αλλά βλέποντας τη μάνα του, πρώτη φορά κατάλαβα πως δεν είχε χρειαστεί να πιστέψω.

Βλέφαρό μου, σκαλιστό, αχ τυχερό μου
Μη χαράζεις άστρο της αυγής μη μου τρομάζεις

Μετά, θα γίνει κάποιο τρομερό έγκλημα στην Ξάνθη. Την κόρη του, θα τη χτυπήσει μέχρι λιποθυμίας, θα την βιάσει, θα την κάψει ζωντανή. Το βάζεις με το νου σου; Αλλάζεις πρόσωπο. Πας δεύτερο ενικό. Το παιδί σου θα πεθαίνει τον πιο άγριο θάνατο στα σκαλοπάτια του σπιτιού και εσύ θα κοιμάσαι πάνω. Πας πρώτο ενικό. Πάνω, εκεί που το κοίμιζα. Που το νανούριζα. Όπως το έλεγαν χτες στον Παρθενώνα: Έλα, ύπνε, πάρτο, σε μετάξι απάνω βάλτο. Μην πεις για αυτοδικία. Μείνε ψύχραιμος. Νομικός πολιτισμός. Βάλε να το πει σήμερα ο Χρόνης Αηδονίδης τόσες φορές ώσπου να βραχνιάσει για να εξευμενίσει μέσα σου το μίσος. Αν ήταν ενενηντάρα, θα τη μάσαγε το κασετόφωνο. Δεν είναι καλές οι ενενηντάρες. Μασάνε τα λόγια μας. Και αν σ' αγαπώ, χρόνια πολλά, με το έτσι θέλω. Χρόνια πολλά, οπωσδήποτε. Κι ας μην υπάρχει κανένας εκεί πάνω για να εισακουστεί η ευχή μου. Μόνο σαν υπόμνηση. Σαν παύση. Αλλά τι σημασία θα' χε η μακροζωία αν στο μεταξύ δε ζούσα. 

Βλέφαρό μου, σφαλιστό, αχ τυχερό μου 
Μη χαράζεις άστρο της αυγής μη μου τρομάζεις 

 Κλείνεις τα βλέφαρα. Φαντάζεσαι χρόνια πολλά, χωρίς τύχη. Υποφέρεται. Χρόνια πολλά αζώιστα. Ανυπόφορο. Χρόνια πολλά που δεν έχεις αγαπηθεί. Αφόρητο. Δεν ξέρω πόσο χρόνια σου μέλλεται να ζήσεις. Δεν περνάει από το χέρι μου. Δεν γράφεται, ελπίζω, στο δικό σου. Μωρό μου. Αγόρι μου. Ομορφιά μου. Ψυχή μου. Λατρεία μου. Αγάπη μου. Ζωή μου. Παιδί μου. Αλλά όσα χρόνια ζήσουμε, θα ζήσουμε. Αυτό ξέρει η μάνα σου να το κάνει καλά. Θα δεις.

23/12/12

Η ανομία ως προαπαιτούμενο της διάλυσης του Δημοσίου


Το φαινόμενο της «ανομίας», συνέτεινε μεν στη διάλυση του Δημοσίου αλλά χρησιμοποιείται σήμερα από το «μνημονιακό μπλοκ» καταχρηστικά ως επιχείρημα εναντίον της ευρύτερης Αριστεράς αντιπροτάσσοντας ως λύση το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα.
Η αποσάρθωση του Δημοσίου επιτελέσθηκε –και- με την καθ’ έξιν χρήση της «ανομίας» σε ατομικό επίπεδο από μεγάλη μερίδα των πολιτών, νομιμοποιώντας στη συνείδηση του μέσου Έλληνα τη διαφθορά, κάτι που αποτυπώνεται στον πλούτο των λέξεων της καθομιλουμένης για αυτήν, αντίστοιχο με τις παροιμιώδεις 100 λέξεις για το χιόνι των Εσκιμώων. Παράλληλα, το «λαμόγιο» ήταν επιδερμικά μόνο ο ανήθικος άλλος, που δικαιωνόταν όμως με την απόκτηση πλούτου, την ατιμωρησία κλπ. Δεν αποτέλεσε ποτέ ταμπού η ανομία αυτή, όπως στα κράτη όπου ισχύει η βεμπεριανή προσέγγιση π.χ. για το επιχειρείν, όπου υποτίθεται πως ο ατομικισμός χαλιναγωγείται από την προτεσταντική ηθική ώστε να διατηρούνται οι όροι του fair play.
Συγχρόνως η ανομία καλλιεργήθηκε πάνω σε ένα υπόστρωμα απουσίας εφαρμοσμένου πλαισίου ελέγχου, λογοδοσίας, αναφοράς παραπόνων και καταγγελιών (τα γνωστά accountability, report, complaint, π.χ. στον βρετανικό εργασιακό τομέα). Χωρίς να επιχειρείται κάποιου είδους εξιδανίκευση των διοικητικών συνθηκών στις χώρες του σκληρού καπιταλισμού, ωστόσο είναι αλήθεια ότι εδώ ο όποιος έλεγχος διενεργείται από διορισμένα –κατά κανόνα διεφθαρμένα ή ανίκανα – κομματικά στελέχη και δεν αποτελεί παρά τυπική διαδικασία. Έτσι, οι κομματικά εγκατεστημένες διοικήσεις, τουλάχιστον εθελοτυφλούσαν για την «εύρυθμη» λειτουργία των οργανισμών οι οποίοι σήμερα βάλλονται με μένος από τους «μνημονιακούς», δηλαδή τους επίγονους όσων εσκεμμένα συνήργησαν στην αποσύνθεση του Δημόσιου τομέα αναπαράγοντας την ανομία.
Το παράδοξο στη συζήτηση είναι ότι ξάφνου βρέθηκε η Αριστερά να κατηγορείται αποκλειστικά για το φαινόμενο της ανομίας - αν και άλλου τύπου- από το μνημονιακό μπλοκ, ενώ είναι γνωστό σε όλους πως το πελατειακό σύστημα που εξέθρεψε την πραγματική ανομία συντηρήθηκε με την συμμετοχή πολιτευτών / στελεχών και ψηφοφόρων / υποστηρικτών των δυο μεγάλων κομμάτων, αποκλειστικά. Παραδοσιακά η Αριστερά στηλίτευε το πελατειακό σύστημα, το νεποτισμό, τη διαφθορά και όσα συναποτελούσαν την περιρρέουσα ανομία. Το δε ψευδοεπιχείρημα που αντιπαρατίθεται, ότι τα τελευταία εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να βασίζονται μόνο σε «τίμιους αριστερούς», αλλά και όσους ανδρώθηκαν στο βαθύ ΠΑΣΟΚ, καταρρέει από δημογραφικά στοιχεία (1,2,3).
Αυτή η παραδοξότητα προκύπτει επειδή την ανάλυση του φαινομένου στα ΜΜΕ έχουν αναλάβει  οι υποστηρικτές των «μνημονιακών» μεταβολών, όπως και κάθε φαινόμενο πολιτικής παθολογίας βέβαια, ώστε να εμφανίζονται ως οι εργολάβοι του ορθολογισμού στην χώρα, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά το επιχείρημα και μάλιστα σε μία βάση καθαρά ηθικοπλαστικού χαρακτήρα. Σκοπό έχουν όχι να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αλλά οικειοποιούμενοι τον όρο του φαινομένου, να ενισχύσουν την ενοχή του λαού, επειδή είτε διέπραττε, είτε ανεχόταν την ανομία και πολύ περισσότερο να στοχοποιήσουν την Αριστερά με σαθρή επιχειρηματολογία. Όχι τυχαία μάλιστα ελάχιστη κριτική ασκούν στα κέντρα εξουσίας για τη διαιώνιση του φαινομένου και όταν σπάνια αυτό συμβαίνει, γίνεται στο πλαίσιο απόδοσης μομφής προς το εκλογικό σώμα που ψήφιζε με στρεβλά κριτήρια, με όρους πελατειακού συστήματος, πράγμα που δεν ευσταθεί πάντως για τον αριστερό ψηφοφόρο. Η δε κατάληξη του ηθικοπλαστικού λόγου είναι η υπεράσπιση των μνημονιακών πολιτικών ως «αντίδοτο» στη διάλυση.



1. «Οι μετακινήσεις των ψηφοφόρων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ» (Neolaia.gr, 17/06/2012)
2. «Ψήφος ανά επάγγελμα» (Έθνος, 13/05/12)
3. Εκλογές της 17ης Ιουνίου: Η αποφασιστική καμπή της αντιπαράθεσης (Γιάννης Μαυρής, 18/05/12)


21/12/12

το μυστικό της μακροζωίας

Μόλις είχαμε θάψει τη γιαγιά μας. Στον γυρισμό για το σπίτι κρατούσαμε η μία την άλλη αγκαλιά να μην καταρρεύσουμε. Από τα γέλια. Πιο δύσκολο από τον βήχα και τον έρωτα, είναι να κρύβεις τα χάχανα σε κηδεία. Με σχεδόν άδειο στομάχι το τελευταίο εικοσιτετράωρο, λίγο το κονιάκ, λίγο ένα μονοφυλλάκι που είχαμε μοιραστεί στο πλυσταριό, στην ταράτσα, δεν ήθελε και πολύ. Μισή ατάκα είπε η αδελφή μου και άνοιξε η τάπα του γέλιου. Μετατρέψαμε το τελευταίο κατευόδιο της συνονόματης υπεραιωνόβιας σε φάρσα.

Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι σωριαστήκαμε με την αδελφή μου σε κάτι κούτσουρα που είχαμε από πιτσιρίκια για σκαμνάκια. Εντάξει, είχε γούστο η γρια. Κάτι κούτσουρα από δω, κάτι φανάρια από κει, κάτι μυστήρια πουλιά από λαμαρίνες, δικές της κατασκευές. Ωραία ήταν η αυλή. Και καταπράσινη. Είχε τόσες γλάστρες, που κάποια στιγμή, επιχειρήσαμε με τα ξαδέρφια να φυτέψουμε και κανένα πιο πονηρό χορταράκι.

Μάλλον διάβασε το συννεφάκι της σκέψης μου κι εγώ το δικό της. "Ρε λες;" Εκτινάσσομαι σαν ελατήριο από τη θέση μου και της δίνω το χέρι και στην μικρή αδελφή. Εγώ την πίσω αυλή, εσύ την μπροστά. Μοιράσαμε την περιουσία και ξαμοληθήκαμε να βρούμε καμιά γλάστρα φυτεμένη και φροντισμένη από  τα ξαδέλφια για να την πιούμε.

Καθώς ψάχναμε εδώ κι εκεί αρχίσαμε κι οι δύο να ανακαλύπτουμε πως μέσα στις γλάστρες της γιαγιάς ήταν σφηνωμένα ρολόγια. Κρατούσαμε τα ρολόγια στα χέρια μας και δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Εκτός από το μέτρημα του χρόνου, πατημένα τα 102, πρέπει να είχε χάσει και τα λογικά της η γιαγιά. "Ρε τι κουφά έκανε η γρια!" Και αλήθεια, ήταν κουφά, γιατί κάποιος της ψιθύρισε "κρύβε λόγια" αλλά εκείνη παράκουσε κρύβε ρολόγια. Κι οι εγγονές της έμελλε να ανακαλύψουν το μυστικό της μακροζωίας. Μια μέρα πριν το τέλος του κόσμου.

18/12/12

λάηκο

στόρυ ένα.

ακούω τον χρήστο στην εκπομπή. πληκτρολογούμε κάτι διαλόγους με τον άλλο χρήστο. κανονίζουμε ερήμην του χρήστου στο μικρόφωνο με τον χρήστο στο πληκτρολόγιο να βρεθούμε και οι τρεις μαζί.
και πώς θα αναγνωριστούμε, ρωτάω τον άλλο χρήστο. γιατί στο μπαρ μπαίνεις χωρίς άβαταρ. 
"εντάξει θα με καταλάβεις, είμαι ωραίο παιδί γενικά. θα φέρω και τα μούσια μου"
 "δλδ όπως μπαίνω πάω και κάθομαι πλάι στον πιο ωραίο μουσάτο; θα του πω: γεια σου χρήστο. niemands. θα μου απαντησει: δεν με λένε χρήστο. και θα του ανταπαντήσω: σάμπως εμένα με λένε niemands; "

κανονίσαμε να πάμε Μπάτμαν.




μετά θα περάσουν οι πρώτες αμήχανες στιγμές. δυο που γνωρίζονται, μια που δεν. που πρέπει να ταυτίσεις φυσιογνωμία με γραφή και όποιο info έχει καταχωρηθεί στη μνήμη σου για την περσόνα φάτσα κάρτα.

μετά κάποιες κουβέντες να σπάσει ο πάγος. σπάει και πέφτει στο ουίσκυ του ενός από τους τρεις. on the rocks με μοσχολιού. δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ, μέτρο δεν έχει η αγάπη.

πώς θα το χαρακτήριζε ένας χίπστερ το μαγαζί; αναρωτιέμαι. o όρος χίπστερ είναι ξεπερασμένος μου λέει ο Χ2, έγραψε ο τσαγκαρουσιάνος στη λάηφο. μια αγωνία αυτός ο άνθρωπος να τρέξει μπροστά από την εποχή του.

δε ξέρω λοιπόν πώς λένε πια αυτό το υβρίδιο της μετεξέλιξης του νέρντουλα με τον ολτέρνατιβ που σιχαίνεται να πει τη λέξη "εργάτης". που του πέφτει κάλτ και κνίτικη. μου λένε οι συμπότες πως αν έπιανα κουβέντα για κοινωνικές τάξεις οι χίπστερς θα την έβρισκαν πολύ λάικο. οι ποντικοχέρηδες που την έχουνε microsoft δεν ξέρουν από εργατιά.

απ΄την άλλη άντε γαμήσου εργατιά.

μετά πίναμε και καπνίζαμε και ξενυχτούσαμε και μιλούσαμε. έκανα και δυο poke στον Χ1 με κάτι τρελά που έλεγε ο Χ2 και γελούσαμε. και ήταν τρίτη βράδυ. και ήταν ωραία.

χάλια τα ποτά. μπόμπες. ακόμη πιο χάλια το διαδίκτυο.

στόρυ δύο.

αυτός τώρα μάλλον δεν έχει μετρήσει ποτέ το iq και το eq του αλλά το παιδί πρόβλημα. του κόβει υπερβολικά.

μου λέει "στο ποδήλατό σου έχεις μπρέλα; όχι σα μπρέλα. μπρέλα έχεις;" κάτι τέτοια και κλαίω από τα γέλια. "πριν τις συναυλίες εγώ κάνω ουντσέκ, όχι σα ουντσέκ που κάνουν οι άλλοι". μετά από μέρες είχε χαθεί το sun από τον ουρανίσκο μας. σαν φρανσίσκο, μου λέει. ναι, με τη λαχταριστή γέφυρα του απαντάω.

ετοιμάζεται να μου τα χώσει που τελευταία εμφανίζονται κείμενα από το μπλογκ στη λάηφο. δεν είμαι σε φάση να μου τα χώσεις, τον αποπαίρνω. μου απαντάει: αν ήμουν η calypsolarah θα σου απαντούσα: AUTA ALLOU MWRI ANWMALI!!!!

βία και συμψηφισμοί ο δημοκίδης, έπος παλιό με λάηφο, η αγωνία του τεκνονεολογισμού και της πρωτοπορίας ο τσαγκάρ.

και καθημερινή διαβάζω, και λάηφο, και τα αντιφά, και αφισάκια με το τεθλασμένο βέλος που σπάει τον κύκλο μέχρι κι αφίσες της οακκε. στη λεκάνη μάλιστα -δε ξέρω αν το έχετε ακούσει αλλά ακόμη και οι γυναίκες χέζουν τακτικά και κλάνουν που και πουφ- διαβάζω επίσης τις ετικέτες των σαμπουάν.

του λέω: σκέφτομαι να αρχίσω να γράφω για την εργατική τάξη, την αγροεργατική για την ακρίβεια, αλλά με κλάψα και μαγικό κλείσιμο άντερσεν, να την πουλάω μαζί με τα απορρυπαντικά με το ζωγραφισμένο γκι ενόψη κρίστμας της χριστιανικής αριστεράς.

να ξεκινήσω κάπως έτσι: ο πατέρας μου ήταν εργάτης σε εργοστάσιο που κηρύχθηκε προβληματική επιχείρηση στα 90s και έμεινε άνεργος κοντά πενήντα χρονών με τρία παιδιά.

μετά πάλι οι buzzοτσολιάδες θα με κατηγορήσουν για μυθιστοριογραφία, όπως τότε με την προσελήνωση, που βιάστηκα να την ποστάρω. το 2010 ήταν ακόμα όλα τόσο σοφτ πορνό.


πουλάει το λάηκο αλλά με εσάνς like. 


16/12/12

In the Deathboat

Shorter of breath and one day closer to death
"Time", Pink Floyd

Κάθε μέρα που περνάει είναι ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο, για μας τους απαισιόδοξους δηλαδή τους συνειδητοποιημένους αισιόδοξους, για να συζεύξω δυο λαϊκά τσιτάτα.

Και όταν το διάνυσμα από την γέννηση ως το θάνατο δεν αριθμεί πάνω από δυο δεκαετίες, τότε καταρρέουν όλες μας οι άμυνες. Ο θάνατος ενός παιδιού είναι κάτι εξ ορισμού φρικαλέο. Ακόμη και όταν το παιδί αυτό ήταν εκείνο που προκάλεσε λουτρό αίματος που κατέληξε στη δική του αυτοκτονία (με το νόμιμο όπλο του πατέρα του); Μάλλον τότε αλλάζει μονάδα μέτρησης το επιτρεπτό διάνυσμα. 

Μάλλον η δίψα για απόδοση δικαιοσύνης υπερβαίνει την κατεσταλμένη δίψα για αίμα της κυνικής γνώμης. Έναν παππού πίσω, ήξερε πως το κράτος θα στήσει στο απόσπασμα τον κακό συμμορίτη κομμουνιστή και θα τον εκτελέσει. Κάποιοι παππούδες πίσω θα διαπόμπευαν και θα αποκεφάλιζαν τον εγκληματία που θα ήταν συνήθως αυτός που θα χρειαζόταν την περισσότερη φροντίδα. Ένας παππούς πίσω δεν γνώρισε παιδικά χρόνια, δουλεύοντας δέκα χρονών στα χωράφια και στις βιοτεχνίες. Τρεις παππούδες πίσω ακόμα και στην Μεγάλη Βρετανία έπλεκαν τα επιδέξια ανήλικα δαχτυλάκια τους στον αργαλείο της κλωστοϋφαντουργίας.

Ο ομαδικός τάφος είναι αυτό που θα προκαλέσει τον μεγαλύτερο κρότο στα αυτιά μας, είτε είναι επαναπαυμένα στο περίκλειστο του ιδιωτικού βίου, είτε επαρκώς ανήσυχα με το ένα πόδι στο ταραγμένο κοινωνικό δρώμενο, αλλά πάντοτε αυτιά που έχουν πρόσβαση στα ηχεία μιας τηλεόρασης, και δάχτυλα που έχουν πρόσβαση στα πλήκτρα ενός keyboard για ενημέρωση. Κι ο κρότος μετριέται με άλλα ντεσιμπέλ κάθε φορά.

Άλλο είναι τα  καταμετρημένα 2.996 θύματα της 11ης Σεπτέμβρη μέχρι τις ανυπολόγιστες στρατιές αμάχων που εξοντώνονται στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και όπου αλλού πάτησαν αμερικανικά στρατεύματα. Αλλο είναι η μαζική δολοφονία των 92 στη Νορβηγία του Breivik κι άλλο η μαζική δολοφονία των 100 παλαιστινίων στη Γάζα από τα ισραηλινά πυρά. Άλλο οι 26 νεκροί στο Κονέντικατ κι άλλο τα κουφάρια 21 μεταναστών που ξεβράζονται στις ακτές της Λέσβου.

Η μόνη οικουμενική αλήθεια είναι ο θάνατος. Δώσε θάνατο στο λαό για να φανερώσει το πρόσωπό του. Οι βάρκες που μπατάρουν πνίγοντας "λαθρομετανάστες" λίγο έξω από τα τουρκικά παράλια αποφέρουν πτώματα για κυνισμό και σκύλευση, όπως σε μάχη.  Όπως στη λύσσα του δικού μας ακήρυχτου πολέμου.
 
Γι΄αυτό ο Τίμ Ρόμπινς στο Dead Man Walking  και ο Κλιντ Ίστγουντ στο Changelling, σε άλλο βαθμό και με άλλο τρόπο ο καθένας, οδηγούν και τον θεατή στην εκτέλεση, στην εκτέλεση της απονιάς μπροστά στην κοινή μας μοίρα. Αλλά απ΄τη διπλανή θέση, απ' το κενό κάθισμα στο σινεμά, έλειπε πάντα ένας απ' αυτούς που πανηγυρίζουν τον ομαδικό θάνατο των μεταναστών, που το μίσος τους τυφλώνει μπροστά στην μόνη, την κοινή μας μοίρα.

11/12/12

Η Μεγάλη Αφήγηση έχει περίοδο

 Περί του προφανούς

Ένα ζευγάρι φιλιέται με τα μάτια κλειστά. Ο άνδρας έχει στραμμένο το πρόσωπο στη γη και η γυναίκα στον ουρανό. Κανένας δε βλέπει. Δεν υπάρχει ούτε γη, ούτε ουρανός. Κανένας δεν είναι. Δεν υπάρχει άνδρας ή γυναίκα. Μόνη οντότητα, μόνος κόσμος, ο έρωτας ανάμεσά τους.

Ο μύθος της Διοτίμας στο Συμπόσιο του Πλάτωνος " ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ἀλλ᾽ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον" και παρακάτω "γιατί το αρσενικό γεννήθηκε αρχικά από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη".
Ίσως γι' αυτό στρέφονται αντίστροφα προς την προέλευση του καθενός στο φιλί τους.

 Μαζί τους

H Kathrine Switzer ήταν η πρώτη γυναίκα που πήρε μέρος στο μαραθώνιο της Βοστώνης το 1967. Μόλις όμως ο διοργανωτής, Jock Semple, αντιλήφθηκε πως ανάμεσα στους μαραθωνοδρόμους υπάρχει και μία γυναίκα, άρχισε να φωνάζει εναντίον της απαιτώντας να αποχωρήσει. Όμως ο σύντροφος της Switzer και άλλοι άνδρες δρομείς της πρόσφεραν ένα προστατευτικό τείχος σε όλη τη διάρκεια του αγώνα και έτσι τελικά η Kathrine Switzer  όχι μόνο τερμάτισε αλλά αναδείχθηκε η νικήτρια του μαραθωνίου.

Και χωρίς εκείνον; 
H Vaya con Dios το έχει θέσει αμείλικτα αν και μελωδικά και μελωμένα το μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα: What's a woman without a man?
What's a woman when a man
Don't stand by her side?
What's a woman when a man
Has secrets to hide?
She'll be weak
She'll be strong
Struggle hard
For so long

Και χωρίς εκείνους
Ωστόσο η Λυσιστράτη δεινοπάθησε να τις πείσει να αποχωριστούν τους σάρκινους φαλλούς των σκορδοφάγων αρσενικών και στην ανάγκη να βολευτούν με τα dildo της αρχαιότητας, τα πέτσινα.
Πάψτε τις τερατολογίες, βουρλισμένες.
Ποθείτε τους άντρες σας, αυτοί, θαρρείτε,
δεν ποθούν εσάς;  Περνούνε μαύρες νύχτες.
Κρατήστε λίγο ακόμα κακομοίρες μου
λίγο καιρό θα ταλαιπωρηθείτε
και θα νικήσουμε καθώς το λέει ο χρησμός.

Η Μεγάλη Αφήγηση έχει περίοδο
Ο Jean-François Lyotard θα απαντήσει:
Το μεταμοντέρνο, θα ήταν εκείνο που θα υπαινισσόταν κάτι το μη-αναπαραστάσιμο μέσα στο νεωτερικό στοιχείο της ίδιας της αναπαράστασης· εκείνο που απαρνείται την παραμυθία των καλών μορφών, τη συναίνεση ενός γούστου, που καθιστά δυνατό να αισθανόμαστε και να συμμεριζόμαστε από κοινού τη νοσταλγία για το αδύνατο· εκείνο που αρχίζει ν' αναζητά καινούργιες παραστάσεις, όχι όμως για ν' αναλωθεί στην απόλαυση τους μα για να οξύνει το συναίσθημα ότι υπάρχει κάτι μη-αναπαραστάσιμο.
Ο 19ος κι ο 20ός αιώνας μας έχουν κάνει να βιώσουμε το πλήρες μέγεθος αυτού του τρόμου. Πληρώσαμε ακριβά τη νοσταλγία για το όλο και το ένα, για τη συμφιλίωση έννοιας κι αισθητικότητας, για διαφανή και κοινοποιήσιμη εμπειρία. Πίσω από τη γενική απαίτηση για χαλάρωση κι εφησυχασμό διακρίνουμε, εντούτοις, πολύ καθαρά τον ψίθυρο της επιθυμίας να ξαναρχίσει ο τρόμος
για μια ακόμη φορά, να επαναδραστηριοποιηθεί η φαντασίωση του περικλεισμού της
πραγματικότητας. 
Η απάντηση σ' αυτά είναι: να πολεμήσουμε το όλον, να δώσουμε μαρτυρία για το μη-αναπαραστάσιμο, να ενεργοποιήσουμε τις διαφορές, να σώσουμε την τιμή του ονόματος.

Το αίμα.
Πάλι και πάλι ο Παούλ Τσελάν στη Φούγκα του θανάτου.
Ένας άνδρας κατοικεί στο σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά σου 
μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο στους αιθέρες
εκεί δεν θά' ναι στριμωχτά.

Και θα το ερμηνεύσει ο John Felstiner στο Paul Celan: ποιητής, επιζών, εβραίος :
Όταν ο ποιητής βάζει τον διοικητή του στρατοπέδου [συγκέντρωσης] να γράψει στην αγαπημένη του "τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα", καταφέρει διπλό πλήγμα στο ρομαντικό ιδεώδες των Γερμανών. Πρώτα απ΄όλα αυτό είναι το όνομα της τραγικής ηρωίδας του Γκαίτε - του οποίου τη βελανιδιά στο Μπούχενβαλντ, κοντά στη Βαϊμάρη, διαφύλαξαν οι Ες-Ες ως κόρην οφθαλμού. Το τι σημαίνει να ακούει κανείς το όνομα της Μαργαρίτας του Φάουστ, του αιώνιου θηλυκού, από τα συγκινημένα χείλη ενός Ες-Ες μπορεί καλύτερα να κριθεί από τους Γερμανούς που ανατράφηκαν μαθαίνοντας να τιμούν το έργο του Γκαίτε ως την πεμπτουσία του Διαφωτισμού. [...] Η Σουλαμίτις δεν έχει σταχτόξανθα μαλλιά, είναι η μέλαινα και καλή παρθένος από το Άσμα Ασμάτων του Σολωμόντα [...] είναι η κατεξοχήν αγαπημένη και συμβολίζει τον εβραϊκό λαό. [...] Η Σουλαμίτις μελανή από τη στάχτη, κλείνει το ποίημα διατηρώντας αυτό που ο ναζισμός προσπάθησε να διαγράψει: μια βαθιά ριζωμένη ταυτότητα.



7/12/12

τι έκανες στα νάιντις, μπαμπά;

Ήθελα να του μιλήσω. Εποχή που ακόμα κυριολεκτούσαμε, που είχες ακούσει τη φωνούλα του οχι πλήκτρα όταν έλεγες "μιλήσαμε χτες". Εποχή που ακόμα δεν είχαμε wifi. Βάζεις με το νου σου; Εποχή που κάτι λίγοι είχανε κινητά σα γόνδολες. Να τα ρίξεις στα κανάλια της Βενετίας και να πας ρομαντζάδα βαρκαρόλα με το ταίρι σου με συνοδεία φτερωτών ζακυνθινών κανταδόρων σε μέγεθος μινιατούρας. Εποχή που από παρόχους είχαμε μόνο τον ΟΤΕ και που κάτι ασφαλίτες του φύλαγαν τα οχήματα κάθε βράδυ στο πάρκιν του κρατικού μονοπωλίου  στην Κυψέλη μην τα κάψουν με μπουκάλια και γκαζάκια οι καλικάντζαροι, κάτι μυθικά πλάσματα για τον πολύ λαό.  Εποχή που οι πεντακόσιες συλλήψεις στην Πατησίων το Νοέμβρη, η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα και τα "μεμονωμένα περιστατικά αστυνομικής βίας" απασχολούσαν μόνο καλικάντζαρους σε κάτι έντυπα του δρόμου και αφίσες στα πέριξ του κέντρου των Αθηνών.

Είχα γκόμενο σ' άλλη πόλη. Εποχή που μάλλον είχα γκόμενο και σε άλλη πόλη. Μπορεί να είχα δυο γκόμενους αλλά είχα ένα τηλέφωνο κι αυτό εκτός λειτουργίας. Γιατί ο οτε μας έκοβε τη γραμμή και η δεη το ρεύμα αλλά τα νταριοφοϊκά δεν πληρώνω (δις) δεν αφορούσαν το νοικοκυραίο που θα του πριόνιζε τον άξονα της γης τα χριστούγεννα ο καλικάντζαρος. Εποχή που ο Αντώνης Βαρδής στήριζε το νεποτισμό στη δισκογραφία τραγουδώντας ντουέτο με τον γιο του την τηλεκάρτα. Εποχή που  σκύλλευε ο σκυλάς νότης τον Βάρναλη καψουρερμηνεύοντας "παράλληλα, περπατάμε παράλληλα", γιατί περπατούσαμε παράλληλα με το εθνίκι που εξελισσόταν με γοργούς ρυθμούς σε νεοναζί.

Βγαίνω στον κεντρικό. Κατευθύνομαι προς τον τηλεφωνικό ημιθάλαμο. Εποχή που ακόμα μπορεί να ήταν κατειλημμένος κι από ντόπιους. Περιμένω στην ουρά. Βλέπω τα νώτα του και ακούω τη φωνή του. Ο Μπαμπαστρούμφ! Ο Μπαμπαστρούμφ! Εποχή που πια δε βλέπω στρουμφάκια. Ο Σοφοκλής Πέππας μιλούσε στο τηλέφωνο. Μία από τις μυθικές φιγούρες των παιδικών μου χρόνων αποχαιρετούσε το συνομιλητή του, έβγαζε την τηλεκάρτα από τη σχισμή και απομακρυνόταν αφήνοντάς με άναυδη στο άκουσμα της φωνής του.

Δεκαπέντε χρόνια πριν από την τυχαία συνάντηση με τον Μπαμπαστρούμφ δεν έμπαινα στη διαδικασία να σκεφτώ αν η φωνή που άκουγα πιτσιρίκι είναι κάποιου ηθοποιού, κάποιου με ανθρώπινη υπόσταση. Δεκαπέντε χρόνια πριν από το τώρα δεν ήταν τα Δεκεμβριανά του '44, το ΕΑΜ κι οι Ταγματασφαλίτες. Ήταν τα 90s. Εποχή που.....Συμπλήρωσε το κενό. Μεταξύ συρμού της Ιστορίας και αποβάθρας που επιβιβάστηκες.


2/12/12

κυνήγι



Όταν πέθανε, την ξάπλωσαν σε έναν κρύο μεταλλικό πάγκο στο νεκροτομείο. Η φορμόλη, αν δεν ήσουν συνηθισμένος, σου έγδερνε την μύτη.  Τράβηξε κατά το μέρος του το τροχήλατο με τα αποστειρωμένα ατσάλινα εργαλεία. Το τρίξιμο από τις σκουριασμένες ρόδες σου προκαλούσε ανατριχίλα. 

Έξω ένας μολυβί ουρανός. Είχε πέσει καταχνιά. Η αίθουσα ένα κακοφωτισμένο ημιυπόγειο χωρίς θέρμανση. Η υγρασία σου τρυπούσε το κόκκαλο. Έξω κυκλοφορούσαν ένοπλοι ένστολοι και άρματα μάχης. Είχε πέσει ζόφος. Η χώρα ήταν πια παραδομένη σε ένα πραξικόπημα δίχως έλεος.

Καθώς έμπαιναν στην αίθουσα, ένας τραυματιοφορέας έσερνε έξω ένα κακοφορμισμένο πτώμα σε αποσύνθεση. Η ομάδα των νεαρών λευκών φοιτητών με τις λευκές ρόμπες στάθηκαν σε ημικύκλιο γύρω από τη νεκρή. Όρθιοι, μουγγοί και κατηφείς, τουρτούριζαν από την παγωνιά.  Ακουγόταν το κροτάλισμα των δοντιών της πιο ασθενικής με το ωχρό πρόσωπο. 

Ο ιατροδικαστής άρχισε το μάθημα με ένα λακωνικό ιατρικό ιστορικό: « είχε πολλή ομορφιά μέσα της». Η γνωμάτευση θανάτου ήταν πως η ομορφιά δεν είχε πια δρόμο διαφυγής. 

Κι έπειτα κατέφερε την πρώτη χαρακιά στο πτώμα. Βούτηξε τα χέρια του, ξερίζωσε πρώτα την καρδιά της και την περιέφερε στο ύψος των κεφαλιών των φοιτητών. Την ψηλάφησαν σχολαστικά αλλά δεν βρήκαν παρά όσα ήταν ήδη γνωστά για την ανατομία του οργάνου. Σε λίγο, ένα προς ένα τα ζωτικά όργανα της νεκρής  είχαν αφαιρεθεί και είχαν γίνει αντικείμενο μελέτης. Τέλος, με ένα σβουράκι ένας βοηθός άνοιξε το κρανίο και πήρε στις παλάμες του τον εγκέφαλο παραδίδοντάς τον στα χέρια του Καθηγητή. Εκείνος τον ύψωσε ως το πιο σημαντικό τρόπαιο και άρχισε να τον περιεργάζεται με αδηφάγο βλέμμα.

Την ίδια στιγμή, ο τραυματιοφορέας  βαριεστημένος από τις έξαλλες φλυαρίες του Καθηγητή, ένιωσε ένα γουργουρητό στο στομάχι του. Καθώς στεκόταν πάνω από το πτώμα άρχισε να ξετυλίγει ατάραχος και βλοσυρός μέσα από αλουμινόχαρτο ένα σάντουιτς.  Δάγκωσε λαίμαργα την πρώτη μπουκιά.  Κάποια ψίχουλα έπεσαν στο άψυχο σώμα. Απ' το ανοιχτό παράθυρο όρμησε ένα σπουργιτάκι.  Η ομορφιά που είχε μέσα της άρχισε να χύνεται στα φθαρμένα μωσαϊκά του νεκροτομείου αλλά όλοι κυνηγούσαν αλλόφρονες το σπουργίτι.