29/8/12

το μπράβο της

Πόση ώρα μπορεί να ουρλιάζει ένας άνθρωπος χωρίς να πάθει φαρυγγίτιδα; Ακούω εδώ και κάποια ώρα μια γυναικεία φωνή μέσης ηλικίας από το μπαλκόνι κάποιας πολυκατοικίας στη γειτονιά. Λέει κάτι ακατάληπτα. Το ουρλιαχτό είναι ο εμετός της σκέψης, έτσι κι αλλιώς. Τα κύματα του ήχου με παρασέρνουν. Τεντώνω το αυτί προς τη γειτόνισσα που είναι σε έξαλλη κατάσταση. Είναι εξοργισμένη με κάποια που αποκαλεί "γύφτισα" ξανά και ξανά. Έχουμε ρομά στα βόρεια προάστια; Άσε μας ρε θείτσα. Εδώ, πριν λίγο καιρό ένας φίλος που μένει τριγύρω μου ' λεγε πως ούτε για δείγμα δεν έχουν τα παιδιά του αλλοδαπούς συμμαθητές.

Την ακούω να διαμαρτύρεται για κάποιαν στο διπλανό διαμέρισμα, που "κάνει το ίδιο πράγμα κάθε μεσημέρι". Την καταλαβαίνω. Είχα τύχει κι εγώ εφιαλτικούς γείτονες. Ένας ειρηνοποιός γείτονας πάντα βρίσκεται. Της φωνάζει να ηρεμήσει, εκνευρισμένος όμως και ο ίδιος με τις κραυγές της. Όμως εκείνη ουρλιάζει και ουρλιάζει. Χύνεται απ' το στόμα της η αναμενόμενη λέξη "αστυνομία". Βέβαια. Αστυνομία. Πώς δε το σκέφτηκες νωρίτερα; Αλλά αμέσως μετά, την ακούω να λέει πιο εμφατικά "θα την αναφέρω στη Χρυσή Αυγή". Οι χρυσαυγίτες, που έχουν εγγραφεί και νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του κάθε κακομοίρη σαν ένα είδος άμισθης ιδιωτικής αστυνομίας. Σαν εθελοντές σεκιουριτάδες. Που θα σταθούν στο πλευρό του κάθε φιλήσυχου νοικοκυραίου εξοντώνοντας τα μιάσματα, είτε αυτά είναι μια γειτόνισσα που δε σέβεται τις ώρες κοινής ησυχίας, είτε ο εξ Ανατολών παρίας των φαναριών, είτε ο αντεξουσιαστής, είτε ο οποιοσδήποτε λεκιάζει την καθαρότητα του έθνους.

Ο ειρηνοποιός με τη γέρικη φωνή, στο άκουσμα της χρυσής αυγής, τη διαολοστέλνει λέγοντας της πολύ συγχυσμένος να μην τους ανακατεύει αυτούς και άμα τους θέλει να τους πάρει στο σπίτι της. Και την ξαναστέλνει στο διάολο. Χαμογελάω ανακουφισμένη εκεί που ένιωσα απελπισία. Φαίνεται πως το βρισίδι του ειρηνοποιού την καλμάρει. Κάνει ένα fade out και σε λίγο οπισθοχωρεί εντός των τοιχών του διαμερίσματός της. Πίσω στο κλουβί της ιδιωτικής ζωής. Εκεί που θα φαντασιώνεται τους χτιστούς με τα μαύρα σαν τον ιδιωτικό της Κέβιν Κοστνερ. Θα τη λένε Ρούλα. Ρούλα Βροχοπούλου που ωρύεται στα παράθυρα των καναλιών και στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Θα έβλεπε στα 90s Μπράβο Ρούλα και τώρα θέλει τον Μπράβο της. Θα' χει στο κρανίο της αυτό που λέγανε από παλιά, οι πιο έλλογες κραυγές "μέσα στο κεφάλι σας έχετε σκατά, τι να καταλάβετε από λευτεριά" αλλά πάντα θα βρίσκεται ένα γέρος να τη στέλνει στο διάολο. Και θα πηγαίνει ακριβώς εκεί: στα ντουβάρια του ιδιωτικού βίου που δε βρίσκει ώρες κοινής ησυχίας. Είμαστε ένα κοινό χωρίς τίποτα κοινό.





27/8/12

κλαψογέλια

Διακοπές στις Κυκλάδες το 2004 με τη Μαρ. Τις μέρες που οι Έλληνες σήκωναν την κούπα. Που κραύγαζαν για τη βαριά την πούτσα του τσολιά και για τον «αλβανέ-αλβανέ» που δε θα γίνει Έλληνας ποτέ. Εγώ ζούσα δεύτερο χρόνο στο εξωτερικό αλλά από πάντα εκτός Ελλάδας. Δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα, δεν ένιωθα τι παει να πει «είμαι Ελληνίδα». Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ήμουν πασιχαρής που κανονίσαμε διακοπές τα δυο μας, εγώ και η φίλη μου η Μαρ. Ήταν απολύτως βέβαιο πως θα περνούσαμε τέλεια. Και έτσι έγινε.

Το χιούμορ μεταξύ των ανθρώπων κινείται στα όρια του μεταφυσικού. Αν για να ερωτευτούμε μεταξύ μας αρκούσε, ας πούμε, να ταιριάζουν οι φερομόνες μας, για τον κοινό κώδικα του γέλιου, για το να κρεμόμαστε ο ένας από το στόμα του αλλού και να γελάμε μέχρι δακρύων και ούρων, μέχρι να αποβάλλουμε από το σώμα μας με τον πιο υγρό και φανερό τρόπο τη χαρά που μας πλημμυρίζει, κάποιες βιοχημικές συνθήκες πρέπει να προϋπάρχουν, για να μη το χρεωσουμε στο μεταφυσικό, που ήδη είναι καταχρεωμένο ενώ θα 'πρέπε να έχουμε ξοφλήσει μαζί του.

Βλέπαμε τον τελικό σε μια γιγαντο-οθόνη σε μια καφετέρια γεμάτη κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως παρατηρούσαμε τους γύρω μας και διακωμωδούσαμε τόσο την κατάσταση ώστε αν δεν υπήρχε τόση φασαρία από τους αγωνιώδεις τηλεθεατές, τα απροκάλυπτα και συγκαλυμμένα εθνίκια, θα μας είχαν διώξει από τα πολλά τα χάχανα. Εκείνο το βράδυ πρέπει να είχα γελάσει πιο πολύ από ποτέ. Κι αν ήξερα πως ούτε μια δεκαετία μετά η απόλυτη γελοιότητα του ελληναριού, οι βαμμένες γαλανόλευκες μάπες των οπαδών του Ρεχάγκελ, θα μετατρέπονταν σε νεοναζήδες και θα έμπαιναν στη Βουλη, μαχαιρώνοντας κόσμο, πάλι θα γελούσα; Πάλι.

Γιατί τα γέλια μας δεν ήταν γέλια χαράς, αλλά άμυνας. Εθνικής άμυνας. Δεν ήταν γιατί συμμετείχαμε στο ξεφτιλισμένο πανηγύρι του Γιούρο και στο ζύμωμα του σωβινισμού αλλά γιατί απείχαμε πλήρως από κάθε τέτοια συγκίνηση, γιατί σαρκάζαμε βαθιά ό,τι προαναγγελλόταν. Που καμία όμως απ' τις δυο δεν φανταζόταν πού θα έφτανε. Και που θα φτάσει ακόμα.

Δε μιλιόμαστε πια. Μαλώσαμε και πήγε στράφι η φιλία μας. Είπε η Μέριλυν Μονρό, που θα γύρευε κι αυτή μια κάποια ορμόνη, τη σεροτονίνη μπορεί, στο γέλιο, αντίδοτο στη μαυρίλα της κατάθλιψης, πως αν κάνεις ένα κορίτσι να γελάσει, μπορείς να το κάνεις ό,τι θες. Σα να έλεγε, πες το αστείο σου ρε μαλάκα, κάψε τη μάσκα που φοράς, και το κορμί που πόθησε όλος ο ντουνιάς θα γίνει δικό σου. Πες μου ένα αστείο να αποκοιμηθώ, Νικόλα.

Αλλά διαβάζοντας την ατάκα της Μονρό, ένας φίλος, απ' αυτούς που κερνάνε χιούμορ ασύστολα, γενναιόδωρα, παρατήρησε πως δε τα έλεγε καλά το σεξ σύμπολ. Γιατί αν τα έλεγε σωστά, τότε, πώς αυτή η φίλη του που σπαρταρούσε από τα γέλια με τα αστεία του, σήμερα δεν του μιλάει καν; Και τότε θυμήθηκα εμένα και την Μαρ. που κυκλοφορούσαμε σα τρολλ πάνω στα ποδήλατα στη Νάξο. Που επίσης δε μιλιόμαστε.

Οι άνθρωποι που γελάνε πολύ, που κλαίνε απ' τα γέλια είναι επικίνδυνοι. Γιατί υπερβαίνουν τα εσκαμμένα πού 'χει θέσει ο λαός. Ένας λαός που ενώ δεν είναι ασύμβατη στην κουλτούρα του η υπερβολή, π.χ. το να κυλιστεί κάτω από τα γέλια, όπως και οι Αφρικανοί που γνώρισα, βάζει όριο: μη μας βγουν ξινά τα γέλια.

"Σε καλό να μας βγει". Έχει τα σύνορά του ο λαός. Συρματοπλέγματα αγκαθωτά, αδιάβατος ο δρόμος για την ασύδοτη ευδαιμονία. Το Μεγάλο Φαγοπότι, οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας. Δεν μπορεί να πλεονάζει η ευημερία στα χαμηλά τα στρώματα. Ούτε το γέλιο μπορεί.

Ο εγκρατής ο άνθρωπος, ο με την ψυχή σε κορσέ, στο τέλος του γέλωτα θα αντιληφθεί πως διέπραξε ύβρη. Οι άλλοι, με τα γέλια να ρέουν από το στόμα τους ασυγκράτητα σαν σπασμοί σε οργασμό, δε μπορεί κάποτε παρά να μην έχουν συστολές. Δε μπορεί παρά να κυλήσουν σαν τα γάργαρα γέλια τους παρακάτω. Παρακάτω κι από μας ακόμα.

Το καλοκαίρι του 2012 πια, ανεβαίνοντας τη Μεσογείων πρώτα άκουσα τη φωνή του φασίστα κι έπειτα είδα ένα γαλανόλευκο λεφούσι με μαυροφορεμένους χτιστούς να τον χειροκροτούν. Δυο μέρες μετά που έριξε γροθιές στην άλλη, on camera. Οδηγούσα, ήμουν μόνη, δεν είχα πώς να αντιδράσω, ένιωσα παγιδευμένη μες στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Μιλούσε απέναντι από το Εθνικής Άμυνας.

Ούτε σάτιρα, ούτε δράμα πια. Ο κλαυσίγελος τελείωσε. Αλλά πες μου πως βρήκες για γέλια την εθνικιστική υστερία του 2004, πες μου πως έριξες ένα βρωμόκλαμα για τα μαχαιρώματα το 2012. Και μετά να συνεννοηθούμε πώς να τσακίσουμε το φασισμό. Μετά.

24/8/12

πω, ρε πούστη μου...

"Το κακό με εσάς τους gay είναι πως για μας είστε by default έρωτας χωρίς ανταπόκριση" σκεφτόμουν καθώς διάβαζα το κείμενο ενός από δαύτους. Ενός αρσενοκοίτη, ενός κίναιδου, μιας αδερφής. Πουστράκια. 'Εχετε ένα τρόπο να μου παίρνετε το μυαλό. Να με κάνετε να κλαίω απ΄τα γέλια. Και ξέρεις, τι είχε πει το top sex symbol of all times, η Marilyn Monroe που λατρεύει σύσσωμο το αδερφάτο της υφηλίου: If you can make a girl laugh, you can make her do anything.

Ήμαστε στο γυμνάσιο. Με μια τάξη διαφορά. Τον είχα δει μέσα σε κάποιο μπουλούκι. Μπουλούκι θεατράλε, κανονικά, όπως τον όρο παλιά στους περιοδεύοντες θιάσους. Η μάσκα που φορούσαμε τότε στην πρώτη εφηβεία, φέροντες την ετερότητα ο ένας του άλλου, την αντανάκλαση της υπερβολής μας, αναζητώντας μια στοιχειώδη ταυτότητα, μας παραμόρφωνε τα πρόσωπα σε θεατρικά προσωπεία. Κι όμως. Αυτός που αναζητούσε με αγωνία τη σεξουαλική του ταυτότητα, δεν κρυβόταν επιμελώς κάτω από κάποια ψυχρή παραμόρφωση. Δεν ήταν ο κλασικός ο νέρντουλας, ο κλασικός σπασίκλας, ο κλασικός καραγκιόζης, ο κλασικός αρχηγός, ο κλασικός παιχταράς. Τον είδα ανάμεσα σε άλλους, κάπως αμήχανο, κάπως αφηρημένο, κάπως με αντίληψη, κάπως φευγάτο, κάπως ψυχούλα. Έπρεπε να τον γνωρίσω οπωσδήποτε. Σε λίγες μέρες θα ήμαστε ζευγαράκι. Με πήγαινε σινεμά, μου μιλούσε πολύ, με έκανε να γελάω, μου έγραφε ποιήματα και γράμματα. Αλλά όταν θέλησε να μου χαρίσει ένα ακριβό δαχτυλίδι, μικρά παιδιά τώρα, συνειδητοποίησα πως έχουμε άλλη μια τάξη διαφορά. Κοινωνική. Και τον άφησα.

Βρεθήκαμε ξανά μετά από αρκετά χρόνια. Αυτός πια συζούσε με έναν κούρο κάπου στην Ευρώπη. Εμείς οι άλλες μόλις είχαμε αποφοιτήσει απ' το σχολείο, είχαμε μετακομίσει στην Αθήνα, είχαμε ξεπαρθενιαστεί και επιστρέφαμε στα πάτρια εδάφη τα καλοκαίρια όλο και πιο γυναίκες. Ήταν στην παρέα μας. Τον ακούγαμε να μας διηγείται για τις ερωτικές τους συνερεύσεις. Γελούσαμε πάρα πολύ. Ίσως γιατί είχε συγκλονιστικό χιούμορ, ίσως από άμυνα. Εκείνο το βράδυ, είχαμε πάει σε κάποια παραλία όλοι μαζί να χαζέψουμε το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Εκείνος, λίγο πιο μεγάλος από μας, άνδρας και, είπαμε, μια τάξη παραπάνω, είχε όχημα. Μας επέστρεφε στα σπίτια μας. Είχαμε ξεμείνει εγώ, αυτός κι ακόμη μια καλή μας φίλη. Έτσι, χωρίς καν αφορμή με κοίταξε απ' το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, πρόφερε πολύ σοβαρά και τρυφερά το όνομά μου, και είπε "αν είχαμε μείνει μαζί από τότε, νομίζω θα ήμαστε πολύ ωραίο ζευγάρι". Θα πρέπει να του είχα απαντήσει κάτι, έλα, κόψε την πλάκα γιατί θυμάμαι να το επαναλαμβάνει πιο εμφατικά και πιο κάπως με παράπονο. Επιστρέψαμε σπίτι σχεδόν σιωπηλοί.

Ίσως να αστειευόταν απλώς, ίσως να πειραματιζόταν στη σκέψη μιας άλλης πορείας, ίσως κάτι άλλο. Αλλά εγώ το πίστεψα για μια στιγμή. Και για πρώτη φορά λίγο σα να κατάλαβα τι πάει να πει ανεκπλήρωτοι έρωτες. Πως με κάποιους ανθρώπους, όσο αδελφές ψυχές κι αν νιώσετε, δε θα μπορέσετε να είστε μαζί. Αργότερα θα το συνειδητοποιούσα σε όλη του την έκταση. Ήταν μια δύσκολη βραδιά. Ίσως έφταιγε όμως κι η πανσέληνος.














13/8/12

Imagine ρε, τι σου ζητάνε;

Imagine there's no Paschos
It's easy if you try
No ΔΗΜΑΡ below us
Imagine there’s no ΣΚΑΪ
Imagine all these people are flying away

Imagine there’s no Euro
It isn’t hard to do
Nothing to lend or beg for
And no Kouvelis too
Imagine all the cops will someday rest in peace

You, you may say
I'm a dreamer, but I'm not the only one
I hope some day you'll join us
And the world will be as one

Imagine Mitsotakis' dying
I wonder if you can
No need to vote his daughter
And all these crappy men
Imagine all the people spreading the word



7/8/12

ανοιχτά παράθυρα

Έχω όλα τα παράθυρα ανοιχτά. Περνάει η μέρα με έναν λίβα να μπαίνει από παντού στο σπίτι. Βάζω την Αρλέτα να μου πει, η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι, να ξεγελαστώ. Πως δεν σκάει με βία η ζέστη στα τσιμέντα. Πως θα ζήσω και χωρίς το μισητό air condition.

Και έτσι βραδιάζει.

Τα παράθυρα είναι πάντα ανοιχτά. Και μπαίνει το σκοτάδι κι ο καπνός απ' το τσιγάρο κάποιου. Έχει παρκάρει κάτω απ' το μπαλκόνι και καπνίζει μες στ' αυτοκίνητο, θα διαπιστώσω λίγα λεπτά μετά. Προς το παρόν μια αντρική φωνή θα μπει απ' τα ανοιχτά παράθυρα, θα μπει για να πει «όπως το καθαρμα τον Πακιστανο ρε στην Πάρο. Θάνατο ρε, θάνατο, θάνατο. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Θάνατο, ρε, θάνατο, θάνατο». Μιλάει στο κινητό του. Δε μιλάει: επαναλαμβάνει το θάνατο σα βουρδουλιά.

Έχω πεντέξι ανοιχτά παράθυρα. Στον "περιηγητή". Το ένα παράθυρο είναι στο συναθροιστή μας : "Καθαρές" μέθοδοι βασανιστηρίων. Τα υπόλοιπα στις φυλακές. Ο Στόχος θα ντύσει το αίτημα του περαστικού με όση παραχάραξη της Ιστορίας μπορεί να αντέξει ο κάθε κακομοίρης που ρέπει στο φασισμό, που τον βλέπεις, είναι τσίτα τα νεύρα του, που τρέχει μίσος απ' τους κυνόδοντές του, που φαντασιώνεται βασανιστήρια. Που δε του μάθανε τίποτα οι Χιροσίμες και ο Τσόμσκυ είναι στα τυφλωμένα ματια του ένα σάψαλο με παχυλό μισθό που λέει ασυναρτησίες και του πρήζει το παπάρι χωρίς να του προσφέρει λύσεις. Και η λύση είναι στο αίμα. Και στο σπέρμα. Το λένε τα ανώνυμα σχόλια στο Στόχο, το λέει ο άγνωστος κάτω στο δρόμο.

Ανοίγει ένα από τα παράθυρα του μυαλού μου. Στη βιβλιοθήκη. Μην πας μακριά.

"Έβλεπα τα πρόσωπα των αστυνομικών. Κόκκινα, εξαγριωμένα, παραμορφωμένα, με τα χείλια συσπασμένα, γεμάτα άσπρο αφρό, καθώς ανεβοκατέβαζαν τα μαστίγιά τους πάνω στα κουβαριασμένα σώματα που συσπειρώνονταν κατά γης. Τα μουγκρητά των αστυνομικών καθώς μαστίγωναν, σκέπαζαν τα συγκρατημένα (από περηφάνεια) βογγητά πόνου των φοιτητών. Και κατάλαβα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αυτό που ισχυρίζεται η επιστήμη: Πως ο βασανιστής, εκσπερματώνει από ηδονή, βασανίζοντας." Λιλή Ζωγράφου, 17 Νοεμβρίου 1973: Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής (εκδ. Λογοθέτης).

Ανοίγει παράθυρο της μνήμης. Είμαι στο αμφιθέατρο κάποιου πανεπιστημίου. Προβολή "Τα κορίτσια της βροχής". Τα έδρανα γεμάτα και στα σκαλιά και στα όρθια. Δίπλα μου η γυναίκα στο πρώτο πλάνο του ντοκιμαντέρ. Οι βασανιστές πάντα θα ψάχνουν ένα τέρας. Μπορεί να πάρει το πρόσωπο μιας γυναίκας πολιτικής κρατούμενης, ή κάποιου μετανάστη, εγκληματία ή μη. Αρκεί να βρεθεί τέρας να εκσπερματίσουν. Κάποια στιγμή παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ νιώθεις κι εσύ εξευτελισμένη, βιασμένη, κακοποιημένη. Αλλά θα είσαι τόσο τυχερή που δίπλα σου θα υπάρχει αυτή η γυναίκα, με σάρκα και οστά, ολοζώντανη στα 70 της, θα καταλάβει και θα σε χαϊδέψει παρηγορητικά το χέρι, θα μυρίζεις το άρωμά της και θα αναρωτιέσαι αν όλα όσα συμβαίνουν είναι αληθινά.



Έρχεται βαρύς χειμώνας, μέσα - έξω. Ακονίζονται μαχαίρια. Στήνονται αγχόνες. Τα παράθυρα θα κλείσουν ένα- ένα.

Και έτσι θα βραδιάσει.

2/8/12

χρώματα


Το μπλε, το δεξιά του ουρανού. Το μπλε του νου. Που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μένα και στο άπειρο. Που με εμποδίζει να δω μες στο φως το μηδέν μου, το ελάχιστο του κόσμου μου στο όλο. Που μπαίνει σύνορο και παραβάν και παραπέτασμα στη Γη και στη γειτονιά του σύμπαντος. Που παριστάνει το καταφύγιο στους νεκρούς μου. Που είναι οι τοίχοι στα ανάκτορα του παντοκράτορα, του πιο ψεύτη βασιλιά, του πιο ανίκητου. Που βάφει σημαίες εθνικές και κομματικές σημαίες και σωβρακοφανέλες. Το γαλάζιο αυτό το χαρίζω. Ήθελα τον ουρανό μου διάφανο. Και τη θάλασσα χωρίς μανδύα. Ήθελα απ' τον αφρό να βλέπω τον κοχλία στο βυθό. Και πριν τον βάλω στ' αυτί, να ξέρω τα μυστικά της θάλασσας και του σύμπαντος που θα καθρεφτίζεται στα ολόγυμνα νερά της.



Το κοκκινόχωμα. Αυτό το χώμα είναι μόνο δικό μας, ποιητή. Οι άλλοι να μην πατούν στις σκόνες, να μην πατούνε τα χαλίκια. Είναι δικά μας. Μην λεκιαστεί ο πολιτισμός που δεν κλείδωσαν στα σπίτια τους. Να πατούν τον πλαστικό χλοοτάπητα που παριστάνει το γκαζόν. Να ξεπλένονται σε τζακούζι. Να κοιμούνται σε μεζονέτες με όλα τα κομφόρ. Και να βουτούν στις μπανιέρες τις μεγάλες, με το μπλε πλακάκι και το 2.10μ βάθος για τα μπάνια τους. Να βγαίνουν και να μυρίζουνε χλώριο αντί αρμύρα. Κι εμείς θα γλείφουμε ο ένας τον άλλο με τον ιδρώτα από την πεζοπορία, το αίμα από την αμυχή στα βράχια, τις πληγές της ομορφιάς που ρέει ο κόσμος κι ο έρωτας. Που είναι κόκκινος κι αυτός. Δικός μας. Δικός μας και του κόσμου όλου.

Το πηχτό και θερμό κίτρινο που απλώνεται σα στάχυ στο χνούδι των γυμνών κορμιών των παραδομένων στη ζέστη του καλοκαιριού. Το κροκί, του ωοτόκου έρωτα, των ωοθηκών της που σπιθίζουν την ύπαρξη. Του ήλιου της μεσημεριάτικης καύλας. Το κίτρινο του Τύπου, της μόνης πορνογραφίας. Το κίτρινο του μίσους, ναι, για όποια τσόντα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μας και τη ζωή μας. Πορνό δεν είναι η ώρα που μας θερίζει ο έρωτας στο βαθύ κίτρινο του δωματίου. Πορνό είναι η ανοιχτή τηλεόραση που ο βόμβος της δε σέβεται τις μέλισσες και τα τζιτζίκια και τ' αρρωστιάρικο κίτρινο, της χολέρας της που ξερνάει στα σπίτια μας. Αλλά που δε θα φτάσει ποτέ ως την κάμαρά μας. Εκεί που γίνεται η συγκομιδή του χρυσαφιού μας.


Το δαιμονοποιημένο μαύρο. Το μαύρο μου γατί που κάπου ή κάποτε θά 'φτυναν στον κόρφο τους στο πέρασμά του. Το μαύρο στερέωμα που μοιάζει να ξορκίζουν πυροτεχνήματα στην Πάρο και στην Ανδαλουσία, της Παναγίας, τον Αύγουστο. Το μαύρο ρούχο απλωμένο στις ταράτσες ανάμεσα σε δρόμους της επαρχίας που ανεμίζει πένθος. Η μαύρη σημαία στους δρόμους της διαμαρτυρίας. Η μαύρη σημαία στην κατάληψη. Το πρώτο φως πίσω απ' τα μόλις κλεισμένα βλέφαρα: το μαύρο φως. Το μαύρο, ο τόπος που σμίγουν όλα τα χρώματα. To μαύρο της πρώτης, της μόνης μας πατρίδας: της Μήτρας. Το μαύρο εγώ το θέλω. Χωρίς ό,τι του φόρτωσαν σκοτεινό. Το θέλω όπως αληθινά είναι: μαύρο.




Κι όταν πεθάνουμε, μη μας στερήσετε το μωβ. Μόνο που δε ξέρουμε από κορδέλες. Τις πετάξαμε απ' τα κεφαλιά μας νωρίς. Και τα δώρα που μας χαρίστηκαν δεν ήταν όλα με αμπαλάζ. (Κάποια ήταν τυλιγμένα ακόμη και σε φτήνια ανθρώπινη). Να μη μας στερήσετε το μωβ, που είναι του ουρανού και του αίματος ,της σκεπης πάνω απ' τα κεφάλια μας και του ιστού που μας θρέφει. Αλλά να μυρίζει θυμάρι. Οπωσδήποτε.