23/12/11

Κυριακές γκραν γκινιόλ

Τις Κυριακές, στο κέντρο μιας πόλης κατάστικτης με τατού στα ντουβάρια, ή στις εξοχές και τις θάλασσες, αγοράζαμε εφημερίδες. Τυλιγμένες σε σελοφάν. Τις αδειάζαμε από τα περιττά, από διαφημιστικά φυλλάδια και σομόν οικονομικά ένθετα. Η ζωή κυλούσε χωρίς οικονομικούς δείκτες, χωρίς γραφήματα των τιμών του χρυσού και του πετρελαίου, χωρίς τους ολοσέλιδους πίνακες με τις τιμές των μετοχών. Κυλούσε χωρίς να λέμε: CDS, PSI, spreads, χρηματοπιστωτική κρίση, ύφεση, χρεωκοπία, περικοπές, στάση πληρωμών, εργασιακή εφεδρεία, επιτόκια δανεισμού. Κυλούσε χωρίς μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο και πολυνομοσχέδιο. Χωρίς ΔΝΤ, Eurogroup και τρόικα. Οι φυλλάδες της οικονομίας αδιάβαστες προορίζονταν για ανακύκλωση ή για καθάρισμα τζαμαρίας.

Και μετά οι όροι ξεχύθηκαν από τις φυλλάδες, ανακυκλώνονταν στα χείλη μας, βρώμιζαν τα στόματά μας. Και μετά τα παράθυρα θόλωσαν. Πύκνωσαν οι ανάσες στα σπίτια μας. Μέναμε μέσα όλο και πιο συχνά. Ακούγαμε όλο και πιο αμίλητοι τις τηλεπερσόνες να μας κατακεραυνώνουν με μια γλώσσα αυταρχική, γεμάτη δυσνόητους οικονομικούς όρους, εκβιαστικά διλήμματα και φασίζοντα ορθολογισμό. Ζαρώναμε όλο και πιο φοβισμένοι στα καθιστικά. Βουλιάζαμε όλο και βαθύτερα στον ιδιωτικό βίο. Παραδίδαμε το συρρικνωμένο ελεύθερο χρόνο μας σε οθόνες, μιας ψευτοσυμμετοχής στα εν δήμω μέσα απ’ τα social media ή μιας παθητικής ενημέρωσης από μισθωμένα φερέφωνα. Ξεφυλλίζαμε πια με αγωνία τα οικονομικά ένθετα, σαν χρησμό.

Τους είδες. Μια οικογένεια με δυο παιδιά. Σταθμεύουν δωρεάν στο αχανές πάρκιν. Παίρνουν τσάμπα μια πελώρια τσάντα από χοντρό πλαστικό. Περιφέρονται χωρίς χρέωση στους ατέλειωτους διαδρόμους του σπιτάδικου. Χαζεύουν χωρίς αντίτιμο τα ανεξάντλητα εκθέματα του πολιτισμού. Φτάνουν στο ταμείο με τα ψώνια: κανένα αρωματικό ρεσώ, κανένα διακοσμητικό σκατολοϊδι, λίγη χρωματιστή άμμο, ας πούμε, κανένα αποξηραμένο φυτό. Ψιλοπράματα. Μετά θα φάνε ξέπνοοι χοτ ντογκ ή παγωτό μηχανής. Τίποτα δεν ήταν χωρίς κόστος. Η αγορά ήταν η εκδρομή τους.

Το Τοτέμ κείται ημιθανές μπροστά στα μάτια τους. Καμώνονται πως δε το βλέπουν. Το προσπερνούν. Ώστε δεν ήταν αθάνατο τελικά. Οι πιστοί πάντα εθελοτυφλούν. Συνεχίζουν να διασχίζουν τους διαδρόμους του μεγαθήριου, σαν αυτό να είναι πάντα εκεί: προσηνές, προσιτό και συγχρόνως μεγαλόπρεπο. Προσκυνούμε την άνεση, το γούστο, το φθηνό που δεν είναι ευτελές. Προσκυνήσαμε πολύ τα σπιτικά μας. Ώσπου έμοιασαν με σκηνικά νεανικής σαπουνόπερας. Χρωματιστοί τοίχοι, λαμπιόνια, φωτιστικά, στυλ, πολύ στυλ. Και τα ρούχα μας. Και τα μαλλιά μας. Στυλ πολύ στυλ. Και γυμνοί δε ξέραμε κατά πού να κάνουμε, πιο αμήχανοι από ποτέ. Και όταν μιλούσαμε δε ξέραμε τι να πούμε, πιο μπερδεμένοι από ποτέ. Και τα τραγούδια. Μια έντεχνη ποπ με ηλεκτρικές κιθάρες, βαρύ μέικ απ, πονηρούς image makers, ακριβά βίντεο κλιπ, άνευρο κι ασπόνδυλο στίχο. Μουσική δωματίου ΙΚΕΑ.

Το ταμπού είναι να πεις πως δεν έχει άλλο. Πως τελειώσε το ρευστό, οι πιστώσεις, τα αποθέματα. Μαζί να δούμε να αργοπεθαίνουν τα νεκροζώντανα, τα ζόμπι της μη-ζωής μας, η προκάτ αισθητική μιας σουηδικής (απ)οικίας, η ευδαιμονία του πολυγκατζετούχου, η new age βαλβίδα εκτόνωσης λαϊφστάιλ νευρώσεων, η μετακίνηση της κουζίνας από τα λαδερά στη ρόκα-παρμεζάνα με μπαλσάμικο, η μουσική υπόκρουση της επίπλαστης ευμάρειας, η απολιτίκ πορεία με ορόσημο σταθμό διορισμένες κυβερνήσεις, η εξάντληση της συμμετοχής στα κοινά από τα πουφ των σόσιαλ μήντια, τα greeklish και τα ακρωνύμια της παγκόσμιας αργκό στο διαδικτυακό μας παρόν, OMG, τα πολυμορφικά αυτοκίνητα στο επαρχιακό τοπίο που έμοιασε φολκλόρ στο βλέμμα ενός ξένου. Το βλέμμα μας.

Οι Κυριακές πια περνούν όπως φιλμάκι γκραν γκινιόλ. Κάνουμε ταμείο. Τι θάψαμε τη βδομάδα που πέρασε. Κάποια γηραιά ελευθερία, καμιά λατρευτή μας αξιοπρέπεια, ένα αδικοχαμένο δικαίωμα, ένα κομμάτι από τον χρόνια αγνοούμενο Λόγο. Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη. Εκεί που παραμένουμε μονάχα θεατές με καρδιές ρέπλικες. Ευειδείς μες στο ευ ζην που μας είπαν να πιστέψουμε κι εμείς το πιστέψαμε. Το Blade Runner ήταν πάντα εδώ. Εμείς είχαμε γυάλινα μάτια και δεν το βλέπαμε. Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός.


Νοέμβρης 2011

Για το Bahar τoυ Βυτίο και Radio_Sociale.

18/12/11

Belle epoque της Κυριακής

Μπροστά σε ασβεστωμένους πλίθους με κεραμίδια στη σκεπή ή μπροστά σε δίπατα αρχοντικά με μπρούτζινα οικόσημα. Τραπεζομάντηλο λευκό λινό ή μουσαμάς εμπριμέ. Τάβλα με σιδερένια ποδάρια ή επεκτεινόμενο τραπέζι από ακριβό ξύλο. Κληματαριά, πιθάρια φυτεμένα και βασιλικοί σε πλαστικούς κουβάδες ή τριανταφυλλιές και θάμνοι κουρεμένοι από χέρι κηπουρού. Ψητό στο φούρνο με πατάτες, κριθαράκι στη γάστρα ή ψητό στο φούρνο με πατάτες και κριθαράκι στη γάστρα. Το κοκκινέλι και το κοκκινέλι. Το αστικό τραπέζι με το τραπέζι της απώτερης επαρχίας τέμνονταν στον ουρανίσκο του κυρίως πιάτου και του κρασιού και ίσως διαφοροποιούταν πάλι στο επιδόρπιο. Μα όχι στον τούρκικο καφέ.

Μετά τα βλάχικα, με κάποιο πνευστό, τα λαϊκά και τα παραδοσιακά α καπέλα, τα ποπ σε κάποιο πικάπ μπορεί. Κάποιο σώμα που λικνίζεται κατά μόνας ή σε ζευγάρια, ή ένας κυκλωτικός χορός στις πλάκες. Η belle epoque της Κυριακής.

Που την κατέγραψαν τα μάτια μας, παιδιά, που την κατέγραψαν από τη Λυμπεράκη ως τον Ξανθούλη με λέξεις, κι από τον Ζιλ Ντασσέν ως τον Βούλγαρη με κάμερες. Ακόμα κι ακραία όπως τη Ζάχαρη στην άκρη της Φακίνου και τους Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας του Παναγιωτόπουλου.

Τι κόστιζε ένα γουρουνόπουλο, οι πατάτες και τα λαχανικά; Τι κόστιζε το χύμα κρασί; Τι κόστιζε ένα τραπέζι στην αυλή; Τι κόστιζε να πιάσεις να πεις δυο τραγούδια μετά; Τι κόστιζε να σηκωθείς να χορέψεις; Τι κόστιζε να παίζουν τα παιδιά ξέφρενα; Τι κόστιζε να ξαπλώσεις έπειτα στο ξένο σπίτι του δικού σου ανθρώπου, ξέπνοος, ταϊσμένος, μεθυσμένος; Τι κόστιζε η καλή ζωή;

Από το ορεινά χωριά της Κρήτης ως τα αρχοντικά της Καστοριάς και από τα πεδινά του Θεσσαλικού κάμπου ως τα νεοκλασσικά των Αθηνών το κυριακάτικο τραπέζι ήταν γιορτή.
Μετά διαλύθηκαν οι παρέες, κόπασαν τα κέφια και μαζί οι κουβέντες και οι παρεξηγήσεις της τάβλας, σιώπησαν οι παιδικοί αλλαλαγμοί, τα χάχανα μικρών και μεγάλων, σκούριασαν τα μουσικά όργανα, οι μελωδίες στις φωνητικές χορδές, πάγωσαν οι φούρνοι και εξατμίστηκαν οι μυρωδιές της κουζίνας.

Κοιτάς καμιά φορά τη λιακάδα, όπως πέφτει ξεδιάντροπα πάνω στα φυλλώματα, οσφραίνεσαι τις ευωδιές των μπαξέδων, όπως αναδίδεται δίχως συναίσθηση καμιά της θλίψης μας, και λες οι οικονομικοί δείκτες κάποτε θα ευπρεπιστούν (;), αλλά ο κουρνιαχτός από τη σύνθλιψη και την κατάθλιψη θα έχει επικαθίσει στις αυλές και τις καρδιές μας. Που τολμώ να μιλώ ακόμη για καρδιές. Ταμπού η αγάπη και η συντροφιά. Ας βγει να πει ακόμα ένας πως ήταν ψεύτικη ευημερία, μήπως και το πιστέψουμε. Μήπως τα ευτελή σύνεργα της ευημερίας μας πιστέψουμε πως ήταν δανεικά κι αυτά από τους τοκογλύφους.

3/12/11

VitaMini C

Τεμαχίζοντας στα δυο το εσπεριδοειδές, συνειδητοποίησα ξαφνικά, πως αρκετά διαδοχικά πρωινά του Σαββάτου στύβω πορτοκάλια προσφέροντας στην μικρή μου οικογένεια τους χυμούς τους. Με την μυρωδιά των πορτοκαλιών στη μύτη και τις φωνές του εργάτη στ' αυτιά, με την εικόνα μιας ήρεμης οικογενειακής στιγμής στα μάτια, καταλαβαίνω πως η ζωή μας πλαισιώνεται μέρα τη μέρα από πράξεις ρουτίνας, υγιεινής, φρέσκιας αλλά και τετριμμένης σαν φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, έτσι ώστε σε ένα ορίζοντα δέκα χρόνων να έχουμε αποκτήσει κι εμείς τις πολύτιμες αγκυλώσεις μας. Να έχουμε ανάγει το πρόγραμμα σε μια μικρή θεότητα που διαφεντεύει σοφά τις ζωές μας, μια προστάτιδα από την τρέλα. Η θεότητα όμως δέχεται κλυδωνισμούς. Κανείς δε ξέρει για το αύριο, κανείς ποτέ δεν ήξερε, αλλά πολύ περισσότερες οι αβεβαιότητες σωρεύονται στο σήμερα.

Έξω στο δρόμο οι εργάτες. Στο δρόμο όχι για να διαμαρτυρηθούν αλλά για να δουλέψουν. Πότε θεσπίστηκε το 8ωρο και το 5θήμερο, με όσο θόρυβο μπορεί να παράξει "το σίδερο και το αίμα", που έλεγε και ο Βίσμαρκ από διαμετρικά αντίθετη θέση, και πότε αθόρυβα καταργήθηκε. Έτσι ώστε να μη με ενοχλεί που τρεις άνδρες δουλεύουν στο δρόμο του σπιτιού μου, Σάββατο πρωί, αλλά να με ενοχλούν οι φωνές τους. Ο ένας βαστάει το ηλεκτρικό πριόνι και κλαδεύει τα δέντρα, ο άλλος δίνει ουρλιάζοντας εντολές και φορτώνει τα κλαδιά κι ο τρίτος, ο οδηγός, περιμένει στο φορτηγάκι. Θα με αναστατώνουν όσο ζω οι πολύ δυνατές ανδρικές φωνές, θα γίνω γιαγιά κι ακόμη θα ζαρώνω από φόβο στην τραχύτητά τους. Έχω συμφιλιωθεί όχι μ' αυτές αλλά με την αντίδραση που μου προκαλούν. Τα επιτεύγματα της ψυχανάλυσης. Στην πραγματικότητα τα εργατικά ντεσιμπέλ θα' ναι ένα τραύμα που με βοηθάει να πάω παρακάτω.

Βρίσκω παρηγοριά πια μόνο στην Ιστορία και τα ντοκιμαντέρ. Διαβάζω νεότερη ευρωπαϊκή Ιστορία και βλέπω ντοκιμαντέρ με εξεγέρσεις και έντομα. Στο ραδιόφωνο δεν ανέχομαι ούτε ειδησεογραφικές εκπομπές, ούτε την παθητικοεπιθετική εντεχνίλα, ούτε το απαρχαιωμένο ροκ. Ακούω Τρίτο Πρόγραμμα με τέτοια εξοικείωση σα να μεγάλωσα σε αστικό περιβάλλον που η κλασσική μουσική ήταν μέρος του ενδιαιτήματος. Στο σπίτι δεν ανέχομαι την τηλεόραση, μου προκαλεί ναυτία, όταν την παρακολουθώ για περισσότερο από μία εκπομπή, μου προκαλεί ταχυκαρδία, όταν την ακούω για αρκετή ώρα να είναι άσκοπα ανοιχτή. Κι ούτε που με νοιάζει αν νομίζεις πως γράφοντας αυτά κομπάζω.

Και παράλληλα μεγαλώνει ένα παιδί που βλέπει μόνο ένα-δύο παιδικά προγράμματα την ημέρα, έχει συνηθίσει το αυτάκι του στην καλή μουσική, ζωγραφίζει στα τρία της ανθρώπινες φιγούρες με μάτια που έχουν κόρες και βολβούς, αυτιά, μαλλιά, μύτη, στόμα, καπέλο και καμιά φορά μάγουλα. Έχουν κορμό και άκρα. Είναι ένα παιδάκι που έχει πλούσιο λεξιλόγιο, καθαρή άρθρωση, ξέρει απέξω ένα κάρο παιδικά και "μεγαλίστικα" τραγούδια. Είναι ένα παιδάκι που έχει φίλους, αγκαλιάζεται και φιλιέται κάθε πρωί με κάποιον που' ναι το ταίρι της στον παιδικό σταθμό. Είναι ένα ευφυές και χαρούμενο παιδάκι, όπως είχε παρατηρήσει ένας αυστηρός φίλος. Κι ούτε που με νοιάζει αν νομίζεις πως γράφοντάς αυτά κομπάζω.

Δεν κομπάζω. Δεν είναι αυτός ο σκοπός όσων γράφω σήμερα σαν ανοιχτό ημερολόγιο. Πάλι. Θέλω μονάχα να πω πως αν διέσχισα τη διαδρομή από την επαρχία στο εξωτερικό, κι από την εργατική-αγροτική καταγωγή στη μεσοαστική καθημερινότητα των βορείων προαστίων, χωρίς να απαρνηθώ μετά βδελυγμίας το πριν για να προσκυνήσω αμνήμων το μετά, είναι γιατί είχα την ευκαιρία. Είναι γιατί πρόφτασα να επιβιβαστώ στο όχημα της κοινωνικής κινητικότητας στις τελευταίες του διαδρομές. Τώρα, τις μέρες της οπισθοδρόμησης, θα με στοιχειώνουν όλο και περισσότερο οι Πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ που' δα στο Μουσείο του στο Άμστερνταμ, γιατί είχα την ευκαιρία, όπως και τη ΜΟΜΑ φιλοξενούμενη στο Βερολίνο, όπως το αυστριακό μουσείο μοντέρνας τέχνης στη Βιέννη, το Κομμουνιστικό Μουσείο στην Πράγα, και τ' άλλα μουσεία στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μαδρίτη, το Δουβλίνο, την Ελβετία, κι όλα τα μέρη που ταξίδεψα. Γιατί είχα την ευκαιρία.

Όμως η τέχνη, τα ταξίδια, οι αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, γαμώτο, δεν είναι πολυτέλειες. Δεν έπρεπε να' ναι καν μια ευκαιρία που μπορεί να τύχει να αξιοποιηθεί, μπορεί και να χαθεί. Έπρεπε να είναι κοινό κτήμα όλων. Κι η έγκλιση που χρησιμοποιώ είναι βαθιά ανιστόρητη. Πότε ο αγρότης και ο εργάτης περιδιάβαινε ανάμεσα στα έργα τέχνης σα να' ταν το δικό του habitat για να το κάνει τώρα; Μα τώρα ο εργάτης που έχει δουλειά, ακόμη κι αν δουλεύει Σάββατα, αργίες, ακόμη κι αν δουλεύει ημιαπασχόληση ή απλήρωτες υπερωρίες είναι ευλογημένος. "Έχει δουλίτσα". Αυτή η υπόρρητη υπενθύμιση της υποταγής στις συνθήκες που σου διασφαλίζουν προς το παρόν, εντελώς προσωρινά, το δικαίωμα στην εργασία σε υποκοριστικό, αυτή σε συνδυασμό με την ανιστόρητη πραγματικά και πολιτικά αφελή ατάκα "καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται" συνοψίζει το θάνατο του εργατικού κινήματος, που την ώρα που το γράφω φαντάζει ήδη σαν ανέκδοτο. Οι αρχισυνδικαλιστές μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι να μεθοδεύουν την ανάδειξή τους σε βουλευτικά αξιώματα. Οι ευκαιρίες τελειώσανε. Το όχημα της κοινωνικής κινητικότητας φράκαρε και ξέμεινε από καύσιμα.

Όμως εμείς θα συνεχίσουμε να εξασκούμαστε στη χρήση μιας οικονομίστικης γλώσσας, με όρους δυσνόητους, σχεδόν ανόητους, όπως δείχνει η πράξη, θα συνεχίσουμε να ρουφάμε την υπερπληροφόρηση ακόρεστα, χωρίς να μπορούμε να την επεξεργαστούμε, την ώρα που θα εκχωρούμε άπραγοι την ιστορικότητα των ημερών στους σκιώδεις Άλλους. VitaMini C. Μικρή ζωή τρίτης κατηγορίας.