29/4/11

Η κυρία Τ.

"Ποια είναι η γυμνή στη φωτογραφία, μαμά;" τη ρώτησε το μεγαλύτερο παιδί της. Στο πλάι τους χουζούρευε το μικρότερο αδελφάκι μέσα σε ένα σιέλ πόρτ μπεμπέ με τούλια και ραμμένα καφετί αρκουδάκια. Την ίδια ώρα που η κόρη διατύπωνε το εύλογο ερώτημα, κοιτώντας μαζί με τα άλλα δυο κορίτσια φωτογραφίες που τραβούσαν τυχαία μέσα από δυο χάρτινα κουτιά, ο πατέρας ρωτούσε τους καλεσμένους αν ήθελαν γλυκό. Είχαν πια απολαύσει τα θεσπέσια εδέσματα που είχε παραθέσει η οικοδέσποινα και είχε έρθει η ώρα του επιδορπίου.

Λοιπόν, τι θα ήθελαν; Είχε μιλφέιγ από το ζαχαροπλαστείο και κέικ από τα χεράκια της γυναίκας του. Α, ναι. Έχει και παγωτό, αν προτιμούσαν. Α, όχι. Παγωτό με τίποτα. Κακώς το ανέφερε. Ο καιρός δεν έχει ζεστάνει ακόμα αρκετά. Τα παιδιά ήταν λιγάκι συναχωμένα. Καλύτερα όχι παγωτά. Τα τρία κορίτσια ήδη υπερασπίστηκαν την επιλογή που είχε απορριφθεί πρωτόδικα από τους ενήλικες, χοροπηδώντας και αλαλάζοντας, παγωτό, παγωτό. Παγωτό όχι. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Μιλφέιγ για τα μικρά και κέικ για τους μεγάλους. Καφέ κανένας; Είχε εσπρέσσο, φρέντο, καπουτσίνο, νες, ελληνικό, φίλτρου. Ό,τι ήθελαν. Τι ήθελαν; Όχι καφέ. Καλύτερα λίγο τσάι, για την καλεσμένη. Πόνεσε ο λαιμός της σήμερα. Ήταν από το πρωί μαζί οι δυο οικογένειες. Πήγαν για ψώνια, για καφέ, παιδική χαρά. Πολλές κουβέντες, αρκετές φωνές, ο λαιμός της ήταν πάντοτε ευαίσθητος. Ας έπαιρνε λίγο τσάι. Η έτερη μητέρα και οι δυο άνδρες θα έπαιρναν καφέ και ένα κομμάτι κέικ ίσως.

Τα φιλοξενούμενα κορίτσια είχαν ήδη βουτήξει λαίμαργα τις μουσούδες τους στο γλυκό, ενώ η κόρη της επέμενε να κοιτάει τη φωτογραφία της γυμνής γυναίκας και να τρώει το γλυκό της με λιγότερο ζήλο. Δίσταζε να ξαναρωτήσει τη μητέρα της, αφού δεν της απάντησε την πρώτη φορά. Ίσως αυτό θα πει ότι δεν έπρεπε να ρωτάει. Είχε μάθει να διαβάζει τις σιωπές, τα απεστραμμένα βλέμματα, τις αμυδρές κινήσεις. Ένα παιδί μεγάλωνε γνωρίζοντας τον κόσμο. Κάθε αναπάντητο ερώτημα μια επικίνδυνη νάρκη. Κάθε βλέμμα που αγνοεί τον ομιλητή ένα συρματόπλεγμα. Κάθε νεύμα άρνησης ένα παραπέτασμα.

Η μητέρα δεν κοιτούσε πια τη φωτογραφία. Την έβλεπε μπροστά της ολοζώντανη. Έβλεπα μια ηλικιωμένη γυναίκα να βγαίνει γυμνή στο μπαλκόνι. Ένα μπαλκόνι φορτωμένο με μαύρες σακούλες, γεμάτες με άγνωστο περιεχόμενο. Δεν περιείχαν σκουπίδια που σαπίζουν. Θα βρώμαγαν. Τίποτα δε της βρώμαγε, τότε στα είκοσί της χρόνια που συνήθιζε να βλέπει μια γρια με γκρίζα κοντά μαλλιά αφέλειες και κατακόκκινο κραγιόν και μαύρο μολύβι στα μάτια να βγαίνει τσίτσιδη και να απλώνει ρούχα σε ένα μπαλκόνι που ήταν στιβαγμένες μέχρι εκεί που τελείωνει το κάγκελο, μαύρες σκουπιδοσακούλες. Τίποτα δε της βρώμαγε, εκτός από την τρέλα μια γυναίκας που δε κάλυπτε με μια ρόμπα το γερασμένο σώμα της πριν το εκθέσει ολόγυμνο στα μάτια όσων τυχόν βρίσκονταν στα μπαλκόνια που έβλεπαν στον ακάλυπτο.

Κανείς δεν έβγαινε στον ακάλυπτο των πέντε πολυκατοικιών της Κυψέλης. Όλοι κάλυπταν τις μοναξιές τους μέσα στους τέσσερις τοίχους. Στα τέσσερα χρόνια που έζησε ως φοιτήτρια με θέα τον ακάλυπτο, μόνο αυτή η κυρία έβγαινε έξω τακτικά. Και η μαμά του μικρού απέναντι. Που τον είχε ρωτήσει πώς τον λένε και της απάντησε. Που αμέσως μετά τον είχε ρωτήσει τι τάξη πάει και της απάντησε πως έχει βαρεθεί να του κάνουν όλοι την ίδια ερώτηση. Η μαμά του μικρού έβγαινε κάποια δειλινά στο μπαλκόνι και κάπνιζε ένα τσιγάρο με κλειστή την μπαλκονόπορτα, κοιτώντας συχνά να δει μέσα από τη τζαμαρία ότι όλα είναι καλά μέσα στο σπίτι. Τα τσιγάρα στα απομεινάρια μιας μέρας. Τα τσιγάρα με γεύση μητρικής έγνοιας. Τότε, που ακόμα δε ντρεπόταν να γράφει ποιήματα, είχε γράψει για κείνη ένα ποίημα.

Τώρα, ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, να βγει έξω από το σπίτι που ήταν γεμάτο άδεια πιάτα και ποτήρια, που ήταν κατάμεστο από παιδικές φωνούλες και μωρουδίστικα κλάματα, που ήταν φορτωμένο φιλικές κουβέντες και ανούσια λόγια, που ήταν πλημμυρισμένο από την ανάμνηση της γυναίκας που με αδειασμένο από ομορφιά και ερωτικά χάδια σώμα, που ήταν έμπλεο θλίψης για το γέρικο γυμνό γυναικείο κορμί που κουβαλούσε ένα μυαλό γεμάτο τρέλα, τώρα ένιωσε την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, να βγει και να καπνίσει ένα τσιγάρο συναντώντας τη δική της πλήρη μοναξιά. Συναντώντας τις δυο άγνωστες γυναίκες.

Η γυμνή εκείνη, ήδη πολύ προχωρημένης ηλικίας πριν δεκαπέντε χρόνια, θα' χε πια πεθάνει. Θα' χε πεθάνει στο σπίτι, σε κάποιο άσυλο, σε κάποιο νοσοκομείο, σε κάποιο οίκο ευγηρίας. Ποιος ξέρει. Θα' χε πεθάνει μόνη. Ποιος ξέρει. Το μόνο που ξέρει είναι πως όλοι μόνοι θα πεθάνουμε. Όπως γεννηθήκαμε. Και πως στο μεταξύ διάστημα θα' χουμε στιβάξει τις δικές μας αποσκευές στα μάτια που έτυχε να στραφούν κατά το μέρος μας. Ακάλυπτοι, ολόγυμνοι. Το μόνο που ξέρει είναι πως όσοι δεν πορευτήκαμε μόνοι, όσοι είχαμε την τύχη να ζούμε μέσα σε σπιτικά που γεμίζουν από φίλους, παιδιά, οικογένειες, συγγενείς, σε σπίτια που γεμίζουν συμπαράσταση, αγάπη, έγνοια, από κάτι αδειάζουν. Μπορεί από νόημα, μπορεί από πάθος, μπορεί από έρωτα, μπορεί από δημιουργία, μπορεί από το μέσα μας κοίταγμα. Όσο όμως μας βλέπουν τα αξιωμένα μάτια του άλλου, από κοντά ή μακριά, ποιος ξέρει, τόσο ρίχνουμε ολόγυμνοι μπροστά στην κοινή τραγική μας μοίρα μια κλωτσιά στα αρχίδια του θανάτου. Όσο ακόμα.





20/4/11

SPAM

Της ζητώ να μου πει πώς πέρασε σήμερα στον παιδικό σταθμό, όσο εγώ πλένω στο νεροχύτη όσα δε μπορούν να μπουν στο πλυντήριο πιάτων. Αρνείται να μου πει. Χαμογελώ ευχαριστημένη. Επιτέλους μια στάλα ανυπακοή. Κέρνα με μικρές δόσεις. Ώστε μέχρι την εφηβική σου επανάσταση να έχω γίνει άτρωτη. Μιθριδατισμό το λένε αυτό, μωρό μου. Για να μαθαίνεις. Αλλά δε θα μάθει πως χαμογέλασα περήφανη στην ανυπακοή, έχοντας τα νώτα μου στραμμένα σ΄εκείνη.

Μπροστά μου τρέχει το νερό. Με παίρνει το ποτάμι κόντρα στο χρόνο. Έχω σχολάσει και αφηγούμαι σε μια νέα γυναίκα πώς πέρασα τη μέρα μου. Τη βλέπω προφίλ. Έχει μικρή μύτη και μεγάλα μάτια κι ένα φοβερό χαμόγελο που όλο περιμένω να φανεί. Τη βλέπω και βιώνω πάντοτε την αφήγησή μου πιο συναρπαστικά από την ίδια εμπειρία μου στο σχολείο. Ίσως γιατί απευθύνεται σε εκείνη. Ίσως γιατί η αφήγηση πάντα υπερτερούσε των εμπειριών για κάποιους από μας. Την βλέπω να μαγειρεύει και να με ακούει προσηλωμένη στην κατσαρόλα της. Την βλέπω να παριστάνει ότι μ' ακούει και να μη γελάει ή να μην απορεί στο κατάλληλο σημείο. Μοιάζουμε πια. Έχουμε και ίδιο όνομα. Μας λένε μαμά.

"Θέλεις να σου πω για τον Κωνσταντίνο;" με ρωτάει ξαφνικά η μικρή που φαίνεται να τέλειωσε το φαγητό της. Να μου πεις. Να μου τα λες. Να τα λέμε. Όλα να τα λέμε. Αν θέλεις. Αν μπορούμε. Μήπως όμως δε πρέπει; Τελικά απάντησα με ένα τόνο κάπως πονηρό και παιχνδιάρικο "Για πες...". "Ο Κωνσταντίνος με φίλησε σήμερα". Τρέχει το νερό. Και ένα δάκρυ. Το πρώτο της φιλί. Το δάκρυ της γνήσιας συγκίνησης ψάχνει να ενωθεί με το ποτάμι που με πήγε στο προφίλ της δικής μου μάνας. Διασχίζει το μάγουλο. Το μάγουλο εκείνο που ξαφνικά αναβιώνει το πρώτο δικό του φιλί. Ο Γιώργος, ο συμμαθητής μου, τότε, στα διπλά και κάτι παραπάνω χρόνια της κόρης μου. Ο Γιώργος που ήθελα οπωσδήποτε να παντρευτώ και να κάνουμε πολλά παιδιά, με φίλησε μια μέρα ξαφνικά στην αυλή του σχολείου. Το πρώτο δικό μου φιλί, μικρή μελλοντική μου συνονόματη.

Ο Γιώργος πήγε σε διαφορετικό γυμνάσιο. Χαθήκαμε. Βρεθήκαμε ξανά. Ποτέ από κοντά. Τριαντάρηδες, στο facebook. Ζούμε πια σε άλλες πόλεις. Μου ζήτησε το email μου για να τα πούμε. Ανταλλάξαμε δυο-τρία email. Τι κάνεις, πού είσαι, βλέπεις κανέναν απ' τους παλιούς μας συμμαθητές; Έπειτα μου έστειλε κάποια από αυτά τα πανάθλια power point και ανέκδοτα και images που κυκλοφορούν διαρκώς και οι άνθρωποι δε σταματούν να προωθούν στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις άλλων ανθρώπων, χωρίς ποτέ οι παραλήπτες να το έχουν ζητήσει από τους αποστολείς, χωρίς ποτέ οι παραλήπτες να επικροτούν αυτού του είδους την αλληλογραφία. Μου έστελνε και μου έστελνε. Σκουπίδια και σκουπίδια.

Κάποτε, έκανα ένα κλικ, μάρκαρα το email του Γιώργου, του πρώτου άνδρα που με φίλησε, και το έστειλα για πάντα στα SPAM. Και πόσοι άλλοι έρωτες που έλεγες γι' αυτόν θα πεθάνω, γι' αυτόν μόνο θα ζήσω, δε κατέληξαν εξαντλημένοι πια στις χωματερές της μνήμης... Γι' αυτό πάνω στο ψυγείο, μαζί με τις λίστες με τα ψώνια, και τους απλήρωτους λογαριασμούς, έχω στερεώσει με μαγνήτη, όπως εκείνον μεταξύ μας κάποτε, ένα χαρτάκι που γράφει SPAM. Για να θυμάμαι πως και αυτό θα περάσει.

18/4/11

πασχαλινά αυγά

Ιατρική
Αναμένουμε εναγωνίως τη στιγμή που κάποιος επιτέλους θα ομολογήσει "Πάσχο από την επάρατη νόσο του νεοφιλελευθερισμού".

Οικονομία
Πώς οραματίζεται τον κόσμο ο Πάσχος Μανδραβέλης; Σαν πασχαλινή αγορά.

Λογική
Το Πάσχα θα περάσει. Ο Πάσχος θα μείνει. Κουράγιο.

Δραματουργία- Η παρήχηση του πασχ ή Ένας γλωσσοδέτης που θα διδάσκεται στα παιδιά μας όταν επικρατήσει ο νεοφιλελευθερισμός και καταργηθεί επιτέλους η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση.
Πάσχα έπασχε ο Πάσχος Πάσχα πάσχει ο πάσχων Πάσχος

14/4/11

κομμάτια

Αν δε θέλεις να σου χαλάσω τη διάθεση μη διαβάσεις αυτό το κείμενο. Είναι από τις ελάχιστες φορές που γράφω ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά. Ακόμα και στα συγκινητικά, ακόμα και στα "καταγγελτικά" μου κείμενα, γράφω αρκετά νηφάλια. Τώρα θέλω να γράψω μια κραυγή. Δε με απασχολεί το σχήμα, μόνο το περιεχόμενο. Κι ούτε καν αυτό. Μόνο να φύγει από μέσα μου.

Έψαχνα πάρκιν το πρωί. Μετά από πόσες βόλτες στα τετράγωνα τριγύρω από τα νοσοκομεία παίδων, αποφάσισα να τρυπώσω σε έναν χώρο στάθμευσης που δεν είχε μεν μπάρα και θυρωρό αλλά που φανερά ανήκε σε κάποιο ίδρυμα. Υπέθεσα πως ήταν η πίσω αυλή της οδοντιατρικής σχολής. Πάρκαρα γνωρίζοντας ότι αυτό που έκανα δεν ήταν σωστό αλλά είχε πολλές ελεύθερες θέσεις πάρκιν, κι ήταν πειρασμός, ήμουν στα όρια της απελπισίας που δεν έβρισκα μια θέση, ήμουν αγχωμένη να μην καθυστερήσω άλλο στη δουλειά και τέλος μου αρέσει να κάνω σκανταλιές. Μα πρέπει να πω τόσες δικαιολογίες για να αποδείξω ότι δεν είμαι ο τυπικός έλληνας κάφρος οδηγός που παρκάρει όπου βρει; Ή μήπως θα πρέπει να δικαιολογηθώ που δε πήρα σήμερα συγκοινωνίες για να κατέβω στο κέντρο;

Στο σχόλασμα δε θυμόμουν σε ποιο δρόμο έχω παρκάρει. Θυμήθηκα αίφνης πως έχω τρυπώσει στον χώρο του πανεπιστημίου. Χαμογέλασα πονηρά για τη σκανταλιά αλλά ενστικτωδώς ένιωσα πως κάτι δε θα πάει καλά. Ή θα βρω την πύλη κλειστή, ή θα μου έχει κόψει κλήση η τροχαία, ή θα μου έχει πάρει το αμάξι γερανός και άλλα καταστροφολογικά. Όμως αυτό που συνέβη δε θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ.

Ένα πράσινο σκούρο αυτοκίνητο, σαράβαλο, που του κρεμόταν η μάσκα μπροστά και την οποία κρατούσαν κάτι χοντρές ταινίες, με είχε κλείσει. Έκανα κάποιες μανούβρες προσπαθώντας να ξεπαρκάρω αλλά ενώ το είχα φέρει ορθή γωνία δεν είχα περιθώριο να περάσω από δίπλα του γιατί υπήρχαν κάποια κολονάκια. Μα πρέπει να πω τόσες δικαιολογίες για αποδείξω πως δεν είμαι η αδέξια γυναίκα οδηγός; Μα γιατί πρέπει διαρκώς να απολογούμαστε ο ένας στον άλλο; Έτσι θα ξοδεύουμε τις ζωές μας;

Θύμωσα με τον άλλο που τόσο προκλητικά με είχε κλείσει. Το μήνυμα ήταν σαφές. Να μάθεις να μη παρκάρεις όπου νά' ναι. Τι να έκανα; Να αρχίσω να κορνάρω παραήταν αγενές, δεδομένου ότι είχα ήδη εισβάλλει σε ένα χώρο που δεν είχα δικαίωμα να σταθμεύω. Δεν υπήρχε ψυχή ζώσα τριγύρω να ρωτήσω. Κυριολεκτικά.

Βλέπω στο πλάι του αυτοκινήτου μια απαίσια γκρί σιδερένια πόρτα ανοιχτή. Όρμησα μέσα ελπίζοντας κάποιον να βρω να του ζητήσω βοήθεια. Ήταν ενα μεγάλο άδειο δωμάτιο, σκοτεινό, με φθαρμένο ψιλό μωσαϊκό. Στη μέση περίπου του δωματίου, δέσποζε διαγώνια ένας ατσάλινος πάγκος που έμοιαζε και με κρεβάτι με ρόδες. Ένα κρεβάτι όπως εκείνο που χρησιμοποιούν ως εξεταστήριο στα ιατρεία. Χωρίς στρώμα. Που κάποιος φαινόταν να το έχει χρησιμοποιήσει και το είχε σπρώξει έπειτα βιαστικά. Η επιφάνειά του είχε αίμα. Η όραση αποδείχτηκε πιο αργή στην επεξεργασία πληροφορίας από την όσφρηση. Αμέσως μετά το θέαμα μια φριχτή μυρωδιά έγδαρε τα τοιχώματα της μύτης μου και με ειδοποίησε να κάνω πίσω. Βγήκα έξω αμέσως. Τότε διάβασα μια χειρόγραφη ταμπέλα στην πόρτα που έγραφε με ψιλό μαρκαδόρο νεκροτομείο. Έγραφε κι άλλα πράγματα αλλά δεν άντεξα να τα διαβάσω.

Έτρεξα κατά τις σκάλες, σε μια άλλη γκρι πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Χτύπησα ένα κουδούνι. Μου άνοιξαν. Μια γραμματέας προσπάθησε να με επιπλήξει που πάρκαρα στον ιδιωτικό χώρο. Αλλά δεν το έκανε με θέρμη. Μάλλον θα πρόσεξε πως ήμουν κάτωχρη και μιλούσα όπως άνθρωπος που έχει υποστεί σοκ. Ποιο αυτοκίνητο σας εμποδίζει; Ένα Χιουντάι Άξεντ πράσινο. Μισό λεπτό να δω σε ποιον ανήκει. Πήρε κάποια τηλέφωνα. Στέκομαι στην πόρτα. Ακουμπώ στο κούφωμα να μην καταρρεύσω. Περνάει ένας κύριος με κουστούμι. Οπωσδήποτε γιατρός. Ιατροδικαστής μάλλον. Με κοιτάει από την κορυφή ως τα νύχια. Μου χαμογελάει συγκρατημένα. Δεν μπορώ να ανταποδώσω.

Εμφανίστηκε ο κάτοχος του αυτοκινήτου. Προχωράει μπροστά. Τον ακολουθώ σαν κατάδικος. Με βήμα βαρύ, σοκαρισμένη, απελπισμένη. Δε βγαίνει απ' το μυαλό μου η εικόνα του κρεβατιού με το αίμα. Περνώντας ξανά μπροστά από την ανοιχτή πόρτα νιώθω πως αναδύεται πιο έντονα η οσμή της φορμόλης, του πτώματος, του αίματος, των εντόσθιων. Κάτι με τραβάει να ξανακοιτάξω, αν όχι να ξαναμπώ στο νεκροτομείο. Γυρνάω και βλέπω έναν κάδο ξεχειλισμένο μέχρι ψηλά με σακούλες σκουπιδιών. Η ματιά μου εστιάζει, άθελά μου, στην κορυφή του βουνού από σκουπίδια: Τούφες μαύρα μαλλιά με ξεραμένο αίμα σε κομμάτια δέρματος κρανίου.

Το αντανακλαστικό του εμετού ενεργοποιείται. Πιάνομαι από το αυτοκίνητό μου. Νιώθω το βλέμμα και την παρουσία του άλλου πίσω μου. Δεν έχει μπει ακόμα στο χιουντάι. Μάλλον περιμένει να δει αν ξεράσω ή αν λιποθυμήσω. Συνεχίζει να βγαίνει εκείνος ο ήχος, ουγκ, σα να θέλει το στομάχι μου να αδειάσει το περιεχόμενο που αηδίασε το μυαλό μου. Γυρνάω και κοιτάω τον οδηγό του αυτοκινήτου που με έχει κλείσει. Χαμογελάει ειρωνικά. Ζαλίζομαι. Ξανά ουγκ, θα ξεράσω. Τελικά όχι. Κάποιο ένστικτο με βάζει στη θέση του οδηγού. Οδηγώ μηχανικά.

Δε φεύγει από τη μύτη μου η μπόχα του νεκροτομείου, δε φεύγουν από τα μάτια μου τα μαλλιά του. Μόνο οι άνθρωποι φεύγουν. Κατακρεουργημένοι σε ατσάλινα κρεβάτια. Κατακρεουργημένοι σε κάδους απορριμάτων. Όλα φεύγουν. Η μνήμη των αισθήσεων φεύγει με το χρόνο. Σε λίγο καιρό δε θα νιώθω τη σημερινή κραυγή των αισθήσεών μου. Όλα φεύγουν. Η αξιοπρέπεια του σώματος φεύγει μαζί με τον θάνατο. Πώς να μη σύρουν το άψυχο σώμα, που γεννήθηκε, που κολύμπησε, που χόρεψε, που έκανε έρωτα, που χαϊδεύτηκε, που ταξίδεψε, που φιλήθηκε, που ρίγησε, πώς να μη σύρουν το άψυχο σώμα σε ατσάλινα κρεβάτια, σε μαχαίρια, σε έναν υπάλληλο που σε κόβει με λιγότερο πόνο από εκείνον που κόβει ένα λουλούδι απ' το χώμα, που σε κομματιάζει χωρίς να αναλογιστεί πως αυτό το σώμα μπορεί να γεννήθηκε, να κολύμπησε, να έκανε έρωτα, να χαϊδεύτηκε, να ταξίδεψε, να φιλήθηκε, να ρίγησε; Και πώς να ζήσεις πια γνωρίζοντας πως κομμάτια απ' το κρανίο σου ίσως βρεθούν στην κορυφή μιας στίβας σκουπιδιών.

Είμαι κομμάτια. Τον φαντάζομαι. Ήταν άνδρας. Ήταν κοντές οι τούφες. Ήταν νέος. Είχε μαλλιά και τα μαλλιά αυτά δεν ήταν γκρίζα. Πέθανε με βίαιο τρόπο. Έγινε το νεκρό του σώμα αντικείμενο ιατροδικαστικής μελέτης. Είναι ένας ακόμη άνδρας που γνώρισα. Πλησιάζω στο σπίτι. Προσπαθώ να πιαστώ από την ομορφιά. Έχει ωραίο ουρανό μετά το πρωινό ψιλόβροχο. Έχει έρθει η άνοιξη. Έχει ωραίες μουσικές το ραδιόφωνο. Μάταια. Η μπόχα και η εικόνα με έχουν βιάσει. Αποφασίζω να πάρω νωρίτερα την κόρη μου από τον παιδικό σταθμό. Την αγκαλιάζω, τη μυρίζω, τη φιλάω, της μιλάω. Ούτε αυτό. Η μπόχα και η εικόνα με έχουν βιάσει. Ερχόμαστε σπίτι. Να βάλουμε να φάμε. Η κόρη μου τρώει με όρεξη. Μια μπουκιά από το χτες νοστιμότατο πατσίστιο μου φέρνει αναγούλα. Ο κιμάς. Κρέας. Το scalp. Κόβω σαλάτα. Τι όμορφη που'ναι η ντομάτα και το αγγουράκι ακόμα κι όταν τα κομματιάζεις. Ενώ ο άνθρωπος, είτε είναι κομμάτια το σώμα του, είτε η ψυχή του, είναι αποκρουστικός. Γι' αυτό δε θα δίνω πια κομμάτια σε κάτι που έχει ομορφιά μόνο ολόκληρο. Γι' αυτό σου λέω, να ζήσουμε στο ακέραιο.

12/4/11

στάση πληρωμών

Σήμερα συνειδητοποίησα πως ενώ έχω επαρκή ύπνο -ακολουθώντας τους κιρκαδιανούς ρυθμούς- ξυπνάω κουρασμένη. Για φαντάσου. Δημόσιος Υπάλληλος που δουλεύει και στο σπίτι, που κουράζεται πραγματικά. Όχι, δεν είμαι καμία ηρωίδα, δεν είμαι καμία εργασιομανής, δεν είμαι το κοροϊδάκι που χώνουν οι παλιότεροι για να τους βγάλει τη δουλειά, δεν εμφορούμαι καν από το προτεσταντικό work ethic. Κι εξάλλου, δεν είμαι η εξαίρεση. Στο νευραλγικό χώρο της υγείας, και δη ενός νοσοκομείου, και δη ενός νοσοκομείου παιδιών, ελάχιστοι στους τόσους που έχω συναντήσει "τα ξύνουν", κατά τη γνωστή χυδαία έκφραση. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη βωμολοχία.Του Φίλιπ Ροθ, του Μπορίς Βιάν, του Χρόνη Μίσσιου, του Τζιμάκου και του Ηλία Πετρόπουλου, to name a few, το βρωμόστομα το λάτρεψα. Δεν είναι η έκφραση "ξύνει τα αρχίδια του" χυδαία. Είναι το ρίζωμά της στα μυαλά μας. Είναι το στερεότυπο για τον άλλο. Είναι που οι γνώμες μας μοιάζουν με κρεβάτι του Προκρούστη. Πρέπει οπωσδήποτε να ταιριάξει ο άλλος στην κονσέρβα που έχουμε στα κεφάλια μας. Είναι η άρνησή μας να αποδομήσουμε το ετοιματζίδικο. Κι έτσι, αν θέλει κάποιος μπορεί να φερθεί σα Πάγκαλος και πάγκακος μαζί και να τσουβαλιάσει τον κόσμο όλο που γαμιέται στη δουλειά -αυτό δεν είναι χυδαίο- στην έκφραση "κοπρίτες".

Λοιπόν εγώ, για να είμαι σήμερα μία εκ των κοπριτών, δεν έχω περάσει ούτε απ' έξω από βουλευτικό γραφείο για να ζητήσω οποιαδήποτε χάρη. Τέλειωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα, πήρα υποτροφία, έκανα μεταπτυχιακό και διδακτορικό στο Λονδίνο, έχω ερευνητική, επαγγελματική και διδακτική προϋπηρεσία, δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, ανακοινώσεις σε συνέδρια και διορίστηκα μέσω ασεπ. Λοιπόν εγώ, δεν είμαι η εξαίρεση. Και οι άλλοι κοπρίτες, έχουν από δυο πτυχία ο καθένας, έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια, έχουν συμμετάσχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα, είναι στο τριπ της δια βίου εκπαίδευσης και διορίστηκαν με αξιοκρατικές διαδικασίες. Λοιπόν κι εγώ και οι άλλοι κοπρίτες κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή με στάση πληρωμών, όπως κινδυνεύουν οι συνάδελφοι στο Αιγινήτειο και στο Αρεταίειο.

Όμως το τραγικό δε θα' ναι μόνο να μη σου καταβάλλουν στο τέλος του μήνα τα δεδουλευμένα. Το τραγικό είναι που επειδή εγώ είμαι "μόνιμη", ο υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα νιώθει καλά να με φθονεί γιατί εκείνος είναι συμβασιούχος. Το τραγικό είναι που επειδή εγώ δουλεύω 8ωρο, ο υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα νιώθει καλά να με φθονεί επειδή αυτός εκτελεί απλήρωτες υπερωρίες, δουλεύει αμισθί αργίες και σαββατοκύριακα. Το τραγικό είναι που επειδή εγώ ως μητέρα έχω κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα που μου επιτρέπουν να μείνω κοντά στο παιδί μου τον πρώτο και πιο σημαντικό χρόνο της ζωής του, η υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα νιώθει καλά να με φθονεί που το αφεντικό εκβιαστικά θα της θέσει το δίλημμα ή απλώς παίρνεις μειωμένο ωράριο (σε καμιά περίπτωση 9μηνο άδειας ανατροφής τέκνου) ή παίρνεις τα παπούτσια στο χέρι. Το τραγικότερο όλων είναι το σαρδόνιο υπομειδίαμα του ιδιωτικού υπαλλήλου στην προοπτική στάσης πληρωμών, απολύσεων κλπ στο δημόσιο τομέα. Το τραγικότερο είναι που αντί για αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, καλλιεργείται ο ρεβανσισμός. Το τραγικότερο όλων, τελικά, δε θα' ναι αν αύριο δεν έχω να πληρώσω το φως. Είναι τα σκοτάδια που απλώνονται στα κεφάλια μας. Το τραγικότερο δε θα' ναι η στάση πληρωμών. Είναι που οι άλλοι περιμένουν να πληρώσω για κάτι που δεν έφταιξα. Αλλά αυτή η στάση πληρωμών είναι η μόνη που δε θα συντελεστεί.

6/4/11

το χαλίκι

Κλικ-κλακ. Περπατώντας στο ξύλινο δάπεδο διαπιστώνει ότι ο ήχος από το χαλίκι που καρφώθηκε στους αρμούς των παπουτσιών είναι πιο ενοχλητικός από ό,τι περπατώντας στα τσιμέντα. Καιρός να ξεφορτωθεί τον ξενιστή που παρασιτοζωεί στο σώμα του ορειβατικού ημίμποτου. Κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ του σπιτιού, ακουμπάει τον αστράγαλο του ενός ποδιού στο γόνατο του άλλου, στρέφει το πέλμα προς το πρόσωπό της και αφαιρεί από τη σόλα με τα δυο δάχτυλά της το χαλίκι.

Σηκώνεται να το πετάξει στον κάδο απορριμάτων. Το κοιτάει για μια στιγμή, κρατώντας το με το δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού. Το τοποθετεί στην αριστερή παλάμη της. Τότε η αριστερή της παλάμη μπαλαντζάρει πάνω-κάτω λες και το ζυγίζει στο δίσκο κάποιας παλιάς μπρούτζινης και μαντεμένιας ζυγαριάς. Το ξανασκέφτεται.

Φοράει το συγκεκριμένο ζευγάρι παπουτσιών πάνω από ένα χρόνο και ποτέ δεν έχει πατήσει άλλο χαλίκι. Ή κι αν έχει συμβεί, κανένα χαλίκι δεν έχει ως τώρα σφηνωθεί στη σόλα τους. Ούτε όμως και στα άλλα παπούτσια της θυμάται πρόσφατα να έχει παρεισφρύσει καμιά πετρούλα. Και βέβαια είναι λογικό: αφού οι γόβες και οι μπότες της έχουν επίπεδες σόλες και δεν αφήνουν περιθώρια να τρυπώσουν χαλίκια.

Αποφάσισε να μην το πετάξει. Του χαμογέλασε τρυφερά. Μάλιστα για να το τιμήσει που γλίτωσε ηρωικά τον ατιμωτικό θάνατο και την ταφή σε χωματερή, το τοποθέτησε ανάμεσα στη συλλογή με τα κοράλια, τους αστερίες, τα κοχύλια, τα στρείδια και βέβαια τα βότσαλα που είχε κατά καιρούς συλλέξει από τις καλοκαιρινές της διακοπές σε τόπους παραθαλάσσιους.

Το σκούρο γκρίζο μικροσκοπικό χαλίκι είχε βρει τη θέση του ανάμεσα σε γυαλιστερά, ημιδιάφανα, χρωματιστά, ιριδίζοντα και βέβαια εντυπωσιακά βότσαλα στην επιφάνεια κάποιου επίπλου ενός διαμερίσματος μέσα στην πόλη. Το κοίταξε με εκείνο το ανάμικτο συναίσθημα συμπόνοιας και περηφάνειας που νιώθει ο άνθρωπος, από θέση ισχύος πάντα, όταν προσφέρει κάτι στον αδύναμο, είτε αυτός είναι σκύλος, είτε άνθρωπος, είτε χαλίκι.

Την ώρα εκείνη, που το βλέμμα της εξέπεμπε αγαλλίαση για την καλή της πράξη, για την ποιητική αυτή ενέργεια, να δει το χαλίκι σα συνοδοιπόρο που την ακολούθησε ως το σπίτι της και που εκείνη του πρόσφερε φιλοξενία ανάμεσα σε σουβενίρ εκλεκτά, μπήκε αιφνιδιαστικά στο χώρο μια μύγα, μια κρεατόμυγα. Ήταν απ' αυτές που εμφανίζονται καταμεσής του καλοκαιριού. Βζζζ...

Κάτι μεσημέρια στην ύπαιθρο, που σου έχει σερβιριστεί το καρπούζι σαν επιδόρπιο και που καλοφαγωμένος και ευχαριστημένος σα βασιλιάς, δεν μπορείς να το φας όλο. Αλλά τα απομεινάρια του, η μυρωδιά του και η ζάχαρή του, καλούν άλλους συνδαιτημόνες να το γευτούν. Είναι τότε που κάποια από τα τέσσερις χιλιάδες ομματίδια της μύγας έχουν αντιληφθεί τη λιχουδιά και καταφθάνει στο τραπέζι, βουτάει τα ποδάρια και την προβοσκίδα της με λαιμαργία στο φρούτο που απέμεινε στο πιάτο, ενώ κάποια από τα χιλιάδες μάτια της είναι σε εγρήγορση για το χτύπημα που ξέρει πως θα της καταφέρεις.

Όμως σήμερα, έχουμε ακόμα άνοιξη και το έντομο, η εντομάρα, είναι παραζαλισμένο. Αρπάζει την εφημερίδα που είχε ακουμπήσει στο τραπεζάκι και με μια αστραπιαία κίνηση, χράαπ, την λιώνει. Φέρνει αμέσως μια χαρτοπετσέτα και μαζεύει το διαμελισμένο πτώμα της παχιάς μύγας που βρίσκεται κολλημένο στον τοίχο. Έπειτα ένα ελαφρώς μουσκεμένο σφουγγάρι θα αφαιρέσει τα ίχνη του φονικού.

Το χαλίκι κοίταξε μια τα βότσαλα δίπλα του και μια το λεκέ του πτώματος της μύγας πιο ψηλά. Και τα δυο τους θύμιζαν καλοκαίρι. Μόνο η σωτήρας του θύμιζε άνθρωπο. Αργότερα έμαθε και το όνομά της. Την έλεγαν Αντίφαση.

3/4/11

Μητροπολιτικά πάρκα

Τους βλέπω μπροστά μου. Ανοίγουν το δρόμο. Όπως κι αν τους δω. Μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Κυριολεκτικά μεταφορικά. Αυτός οδηγεί το ποδήλατο κι εκείνη πίσω, δεμένη στο καθισματάκι της, όπως πριγκίπισα παραμυθιού στην άμαξα. Τόσο όμορφη, τόσο αθώα, τόσο να υπηρετείται. Κι εγώ ξοπίσω, με το κόκκινο ποδήλατο, ο παραμυθάς. Είναι Κυριακή πρωί κι έχει έναν παραμυθένιο ήλιο. Κοιτάω τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Θέλω να κάνω τα χέρια μου χωνί και να φωνάξω "όλοι στους δρόμους", όπως οι διαδηλωτές. Να βγούμε και να περπατήσουμε κόντρα στη μιζέρια. Να κάνουμε πορεία με τα ποδήλατα με αίτημα περισσότερο μαζί. Να κάνουμε καθιστική διαμαρτυρία στα πάρκα ενάντια στην άρνηση.

Φτάνουμε στην παιδική χαρά της γειτονιάς. Έχει μπροστά ποδηλατόδρομο, παράμερα καφετέρια, τριγύρω δέντρα και φυτά, στο κέντρο ξύλινη γεφυρούλα, απέναντι κούνιες, τσουλήθρες, μύλους, αναρρίχηση, τούνελ. Είναι κατάμεστη από ανθρώπους και παιδιά. Μπόμπιρες, ποδηλατάκια τρίτροχα, πατίνια, μπάλες ανάμεσα στα πόδια μας, μπαλόνια πάνω απ' τα κεφάλια μας, κοτσίδες που ανεμίζουν. Έχει ούζο και μεζέ, έχει φρέντο με παγάκια, έχει τασάκια με αποτσίγαρα, έχει τοστ και παγωτά, έχει γλυκά. Και τι δεν έχει!

Δεν έχει μαζί. Είμαστε κάτι ηλεκτρόνια που κουτουλάνε το ένα το άλλο, αλλά δεν μπορούν να κάτσουν σε μια γωνιά μαζί και να πουν κάτι πιο ουσιαστικό, πέρα από καλημέρες. Είμαστε ξένοι και μόνοι στο ίδιο άτομο. Μη γελαστείς πως είμαστε ελεύθεροι. Είναι οι τροχιές μας προδιαγεγραμμένες. Ως εκεί θα πας, μόνος και ξένος, και θα γυρίσεις πίσω.

Προτείνω στον αμαξά και στην πριγκίπισσα να πάμε στο πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια που έχει διήμερο εκδηλώσεων. Δεν ήξερα τι θα βρούμε. Ήξερα μόνο πως οι εφημερίδες διαβάζονται καλύτερα στη λιακάδα του κέντρου, στον ίσκιο των ρημαγμένων πολυκατοικιών, στις νερατζιές που σώθηκαν, στις θλιβερές διμοιρίες των ένστολων, στη θέα των τοίχων των κατάστικτων από γκράφιτι, αφίσες και συνθήματα, ανάμεσα στα λαλίστατα ντουβάρια. Ήξερα μόνο πως τα μεσημέρια είναι πιο φρέσκο το κατεψυγμένο ψάρι, πιο εκλεπτυσμένη η γεύση της φθηνής ρετσίνας, πιο θρεπτικό το λευκό εργοστασιακό ψωμί, πιο μυρωδάτη η ντομάτα του θερμοκηπίου στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου. Στο άδεντρο κέντρο είναι πιο παχύς ο ίσκιος των ανύπαρκτων δέντρων και καμιά φορά μυρίζει θυμάρι και θάλασσα. Έχει εφημερίδες χωρίς cd, χωρίς βιβλία, χωρίς κουπόνια, χωρίς διαφημίσεις. Η κυρία στο παντοπωλείο μου τις λέει "ψιλές εφημερίδες" όταν τις αναζητώ, και μου τις εμφανίζει πίσω από τον πάγκο της, εγώ τις λέω σκέτες. Είναι οι σκέτες εφημερίδες. Έχουν την είδηση, την άποψη. Και τέλος.

Στο πάρκο Ναυαρίνου, πριν ενάμιση χρόνο, έβλεπες κομπρεσσέρ να σπάνε τα τσιμέντα, σκόνες, κάτι μπηγμένα δενδρύλλια, κάτι αυτοσχέδια παγκάκια και μια μακέτα στα μυαλά κάποιων ανθρώπων με μεράκι. Τώρα βλέπεις το μικρό θαύμα της συλλογικότητας, γαμώτο. Μια παιδική χαρά με δυο κούνιες, μια τραμπάλα, μια τσουλήθρα. Εντάξει. Τα έχουμε ξαναδεί. Ένα πλίθινο σπιτάκι, ένα παγκό με καλάθια γεμάτα υλικά για να φτιάξουμε κούκλες για το κουκλοθέατρό μας. Κεφαλάκια από ύφασμα, φορεσιές, τοσοδούλικα καπέλα, μαλλί πλεξίματος, μια υφασμάτινη ντομάτα με καρφίτσες, βελόνες, κλωστές. Τριγύρω παιδιά που ζωγραφίζουνε ματάκια στο πανί, κολλάνε τό μαλλί απ' το κουβάρι. Μαμάδες με πολύχρωμα ρούχα, φουλάρια και χαϊμαλιά, piercing, και τατουάζ στο σβέρκο που πέφτουν τούφες από αλλόκοτα πλεγμένα μαλλιά. Αυτά δεν έχουμε ξαναδεί.

Εμείς δεν είμαστε από 'δω. Οι άλλοι επικοινωνούν με τα μικρά τους ονόματα. Είναι συγχωριανοί στο κέντρο της πόλης. Κρατάνε ωραίες φωτογραφικές μηχανές, όχι digital, όχι κινητά. Γονατίζουν, ζουμάρουν το φακό. Πώς αλλιώς να απαθανατίσεις τη στιγμή, αν δε σταθείς ευλαβικά μπροστά της ως κυνηγός και προσκυνητής της ομορφιάς μαζί; Εμείς δεν είμαστε από 'δω αλλά μας απευθύνονται. "Θέλεις να κρατήσεις την κούκλα που φτιάξατε να τη τραβήξω μια φωτογραφία;" με ρωτάει μια ωραία γυναίκα. Μου μιλάει στον ενικό, όπως πρέπει. Μου μιλάει, όπως πρέπει. Με ρωτάει ευγενικά- χωρίς μαϊμουδιές, όπως πρέπει. Με ρωτάει πριν με φωτογραφίσει, όπως πρέπει. Είναι απολύτως αμακιγιάριστη, όπως πρέπει. Είναι μεγάλη αλλά ωραία, όπως πρέπει. Μάλλον προδίδω μια συστολή, με τη γλώσσα του σώματος. "Δε χρειάζεται να είσαι μέσα στο πλάνο, αν δε θες. Μόνο την κούκλα μπορώ να βγάλω". Είναι διακριτική -χωρίς μαϊμουδιές, όπως πρέπει.

Σε λίγο μια κοπέλα απλώνει στο χώμα ένα πανί. Κάθεται με τα πόδια σταυρωτά, έχει ένα κυπελλάκι με νερό, νερομπογιές και πινέλο. "Ποιο παιδάκι θέλει να του ζωγραφίσω το πρόσωπο;" Σύντομα σχηματίζεται γύρω της ένα ημικύκλιο με μικρά που θέλουν να βαφτούν γατούλες, νεράιδες, μάγοι και τίγρεις. Οι ήρωες του Ντίσνεϋ να μένουν έξω από το πάρκο Ναυαρίνου. Και συμφωνώ και διαφωνώ. Αλλά κυρίως λιάζομαι, όπως ευτυχές θηλαστικό. Είναι ωραία εδώ στους αγρούς μέσα στη μέση της πρωτεύουσας.

Κοιτάζω. Τα μόνα μακιγιαρισμένα μουτράκια εδώ, που είναι τα παιδικά. Το κλαδεμένο δέντρο που αντί καρπούς και φύλλα έχει ζακέτες και φούτερ παιδικά κρεμασμένα στα κλαδιά. Το γιορτινά πλεγμένο χρωματιστό σχοινί με τις φούσκες που παιανίζει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Την αιώρα και τον τύπο που διαβάζει ένα βιβλίο σα να' ναι στην πιο ερημική παραλία. Τα κούτσουρα και τις κοτρώνες που έγιναν καθίσματα σαν πάντα ο ρόλος τους να ήτανε αυτός. Κοιτάω τον πάγκο με τις δυο μεγάλες κατσαρόλες που σερβίρει φαγητό σαν πάντα το φαϊ να πρέπει να σερβίρεται υπαίθρια μια τέτοια μέρα. Τους τσιμεντένιους πάγκους που' ναι στην επιφάνεια φιλοτεχνημένοι με ψηφιδωτό σαν κάθε παγκάκι να πρέπει να το αγγίζει κάποιος άσημος Γκαουντί. Τον χωμάτινο λοφίσκο με τα σφηνωμένα ξύλινα παγκάκια, ένα μωβ, άλλα καφέ, που είναι το αμφιθέατρο, μια πλατεϊτσα, που' ναι η σκηνή. Μια βρύση πιο πέρα. Κάποια δέντρα που μεγαλώνουν συγκινητικά. Και φρικιά.

Μια μπάντα, απ' αυτούς που συναντάς στο Κεδρόδασος, τη Γαύδο και τους Παξούς ροκάρει με δημοτικά τραγούδια. Ένα κοινό, απ' αυτούς που συναντάς στο Γαϊδουρονήσι, στην Ανάφη, στην Αντίπαρο, κουνιέται στο ρυθμό, πίνει μπύρες, καπνίζει στριφτά, αράζει στη λιακάδα, κάθεται κατάχαμα. Είναι πιο κει ένας πάγκος με free press, αληθινά ελεύθερα, χωρίς κρυφούς και φανερούς χρηματοδότες, έχει τυπωμένα χαρτιά με διαμαρτυρίες, για παράνομες απολύσεις, πούστικες εργοδοσίες, προσκυνημένους συνδικαλιστές, λαμόγια πολιτικούς και λοιπά. Στον πάγκο με τις στοίβες τα έντυπα, που κρατούν στη θέση τους κάποιες πέτρες,για να μην τα πάρει ο αέρας και να μη σκορπιστούν οι αλήθειες στην πόλη, θα αναζητούσε ο άδολος μελετητής του αύριο τον εργασιακό μεσαίωνα όπως τον γράφουν τα έντυπα, σκέτα. Αλλά δεν αναζητούμε τώρα κανέναν άδολο μελετητή. Τώρα σκύβουμε ευλαβικά και διαβάζουμε τις ιστορίες χωρίς όνομα. Δεν υπάρχουν ονοματεπώνυμα, μόνο συλλογικότητες.

Γέμισα τότε, που λες, ένα σακί με το "μαζί" και το μετέφερα στο κανονικό μας πάρκο. Φύτεψα εδώ, φύτεψα εκεί. Σκόρπισα λίγο και στον άνεμο. Αύριο δε θα ανθίσει καμιά συλλογικότητα, το ξέρω. Όμως τους βλέπω μπροστά μου. Ανοίγουν το δρόμο. Όπως κι αν τους δω. Είναι Κυριακή πρωί κι έχει έναν παραμυθένιο ήλιο. Γι' αυτό πρέπει να ζήσουμε εμείς καλά.


1/4/11

οι νονοί της νύστας

Πήγαμε να βαφτίσουμε τη μπέμπα προχτές. Η εκκλησία ήτανε κοντά αλλά τη βρήκαμε κλειστή. Τι να κάνουμε; Για να περάσει η ώρα πήγαμε να ξανατσεκάρουμε τι έχει το περίπτερο. Για κακή μας τύχη μας είδε ένας μπόμπιρας που περνούσε από δίπλα. Τον είδαμε που ήταν έτοιμος να μπήξει το κλάμα. Τον κοιτάμε καλά- καλά μήπως του περάσει, αλλά τίποτα. Μάλλον ήθελε να του πάρουμε καμιά σοκοφρέτα. Τον ρωτάμε αν θέλει σοκοφρέτα, αλλά αυτός ήθελε ντε και καλά να μπήξει τα κλάματα. Κοιταζόμαστε με τον άλλο και αποφασίζουμε να τον αφήσουμε να τα μπήξει. Στο κάτω-κάτω είχαμε μαζί τα χαρτομάντηλα. Άμα ήθελε, του τα δίναμε και τελείωνε εκεί το θέμα. Τελικά το μετάνιωσε. Άρχισε να κοιτάει περίεργα το περίπτερο. Τότε αποφασίσαμε ο ένας να ξεφυλλίσει την εφημερίδα και ο άλλος να αγοράσει τσίχλες. Ο μπόμπιρας έφαγε το γλειφιτζούρι και προχωρήσαμε. Ξαναπάμε στην εκκλησία και τη βρίσκουμε ανοιχτή επιτέλους γιατί μόλις είχε έρθει ο παπάς. Του λέμε παπά, έχουμε έρθει να βαφτίσουμε τη μπέμπα αλλά μπέμπα δε βλέπουμε. Τι έγινε; Μας λέει η μπέμπα ετοιμάζεται θα έρθει σε λίγο. Τι να κάνουμε; Καθήσαμε και περιμέναμε στην εκκλησία. Ο παπάς έκοβε βόλτες αγχωμένος. Του λέμε, παπά, δε πιστεύω η μπέμπα να τη σκάσει και να μην έρθει για τη βάφτιση. Μπα, μας λέει ο παπάς. Θα έρθει. Σε μια δόση τον βλέπω εγώ σα να κάνει μια κίνηση να σερβίρει το λαπά. Ρε παπά του λέω, ακόμα δε βαφτίσαμε τη μπέμπα, εσύ θα σερβίρεις το λαπά; Δε κατάλαβες καλά μου λέει και μου δίνει το κομπολόι. Ωστόσο είχε αρχίσει να μου τη δίνει πως η μπέμπα το μετάνιωσε και αρχίζω τις προσευχές. Μ' ακούει ο παπάς, αρχίζει κι αυτός τις προσευχές. Μη τα πολυλογώ, σε λίγο μας είχε πιάσει τέτοια νύστα που κοντέψαμε να πέσουμε κάτω, μιλάμε. Την ώρα εκείνη αρχίσανε να βαράνε οι καμπάνες και όχι μας πέρασε η νύστα αλλά παραλίγο να μπήξουμε και τα κλάματα. Τελικά βάφτιση δεν έγινε γιατί κιότεψε η μπέμπα. Πήγαμε το λοιπόν στο περίπτερο, πήραμε σοκοφρέτες για όλους τους μπόμπιρες . Εμείς αγοράσαμε τσίχλες, πήραμε τα χαρτομάντηλα και άσε τον πολυέλαιο να μας ψάχνει.

Νησιά Φίτζι, Απρίλης 2011



βαφτίζω=λαδώνω
μπέμπα= διευθυντής, πρόεδρος κλπ, ύπατο αξίωμα
εκκλησία= ραντεβού
περίπτερο= μίζα, σάκος με λεφτά
μπόμπιρας= αστυνομικός
κλάμα= εξακρίβωση στοιχείων
σοκοφρέτα= μίζα αστυνομικών
χαρτομάντηλα= πλαστές ταυτότητες
ξεφυλλίζω την εφημερίδα= αποσπώ την προσοχή κάποιου
αγοράζω τσίχλες= διαφεύγω της προσοχής κάποιου
τρώω το γλειφιτζούρι= μου ξεφεύγει ο ύποπτος, μου δραπετεύει ο κρατούμενος
παπάς= μεσάζοντας
σερβίρω το λαπά= φεύγω, εξαφανίζομαι
κομπολόι= διαβεβαίωση (σημ.: ότι θα διεκπεραιωθεί η αποστολή)
προσευχές= βωμολοχία
νύστα= καυγάς
καμπάνες= περιπολικά
πολυέλαιος= το μεγάλο αφεντικό, ο αρχινονός