28/9/08

Μητρική ανταπόκριση (η συνέχεια)

Κατά τις 3 το μεσημέρι σηκώνομαι να πάω τουαλέτα. Οπότε σπάσαν τα νερά, κατά το κοινώς λεγόμενο ή έγινε αυτόματη ρήξη των υμένων του αμνιακού σάκου, για να μη μας πουν και ανίδεους. H φάση με τα νερά είναι μια τελευταία φάρσα της Μητέρας Φύσης πριν γίνεις μητέρα. Γιατί είναι πράγματι γελοίο να βλέπεις μια λίμνη κάτω από τα πόδια σου και να μη ξέρεις από πού σού' ρθε. Η μήτηρ μου φρόντισε να ειδοποιήσει τις μαίες σχετικά. Με έβαλαν στο εξεταστήριο, κάλεσαν το γιατρό που με παρακολουθεί και αρχίσαμε πάλι: κολπική εξέταση (επώδυνη), καρδιοτοκογράφημα (ανώδυνο). Ο γιατρός ζήτησε από τη μαμά μου να καθίσει να μου κάνει παρέα για ένα 20λεπτο ώσπου να δώσει αποτελέσματα ο καρδιοτοκογράφος. Και τότε άρχισαν οι πόνοι. Κάθε 5' ένιωθα κάτι βαρύ να συστρέφεται στο υπογάστριό μου για περίπου 30''. Με την ευκαιρία προκηρύσσω διαγωνισμό για την ακριβέστερη και γλαφυρότερη περιγραφή των ωδίνων του φυσιολογικού τοκετού: όποια καταφέρει να το περιγράψει σωστά θα κάτσω να με αφήσει έγκυο εκ νέου! Εγώ καταθέτω τα όπλα. Οι πόνοι της γέννας είναι απερίγραπτοι.

Έχω κάνει μια μικρή διαστολή και με μεταφέρουν στο μαιευτήριο. Μια ομορφούλα νοσηλεύτρια με βοηθάει να γδυθώ, ξυρίζει την θύρα του εμβρύου μου, μου κάνει κλύσμα και μου ζητάει να κάνω ένα ντουζάκι. Οι πόνοι συνεχίζονται με μειωμένη όμως την περίοδο χαλάρωσης. Τώρα έχω πόνο κάθε 3'. Μετά το ντους είμαι έτοιμη για την αίθουσα του τοκετού. Ένα δωμάτιο εξοπλισμένο με λογής λογής μηχανήματα και καταπληκτική θέα στην πόλη, την πόλη που γεννήθηκα, που μιλάει, γελάει, ανάβει τα φώτα της, κινείται, κλαίει, ηρεμεί κι εγώ γεννάω. Αναπνέω σα τρενάκι, τσαφ-τσουφ, όσο κρατάει ο πόνος. Μαίες πάνε και έρχονται, με καλωδιώνουν, μου δίνουν συμβουλές, μου απαγορεύουν να πιω νερό. Και τι δε θα' δινα για μια γουλιά νερό. Ζητάω τον άνδρα μου. Αρνούνται. Μα έχει μαζί του το Evian, φέρτε τον μέσα. Τι είναι αυτό; Ιαματικό νερό, έλα φέρτε τον. Σε λίγο έρχεται η αγάπη μου φορώντας το πράσινο αραχνοΰφαντο πουκάμισο που φοράω κι εγώ. Μέσα στον πόνο μου μπόρεσα να διαπιστώσω πόσο ταιριάζει με τα πράσινα μάτια του. Με ψεκάζει με το Evian, μου κρατάει το χέρι και χρονομετράει. Ο πόνος έχει ενταθεί πολύ. Εκείνα τα ατελείωτα 30''... Κλείνω τα μάτια και όπως αναπνέω, τσαφ-τσουφ, φαντάζομαι πως πρέπει να φτάσω κολυμπώντας στο νησάκι απέναντι. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα. Έχεις 10'' ακόμα, τον ακούω να μου λέει.Έφτασα! Πάλι 3' ηπιότερου πόνου και ξανά. Ώσπου φτάσαμε στο 45'' πόνος, 45''χαλάρωση. Ή κάπως έτσι.
Κατά τις 7 το απόγευμα νιώθω πως θα τα κάνω πάνω μου. Μια καλή γυναίκα μου λέει "κάν'τα!" "μα..." "εμείς θα τα μαζέψουμε!" Ντρέπομαι πολύ. Διώχνουν το σύντροφό μου. Έχουμε μπει στο στάδιο εξώθησης. Έχω χάσει την ψυχραιμία μου. Φωνάζω, εκλιπαρώ για βοήθεια, λέω ασυναρτησίες, γελάνε όλοι με κάτι που είπα, έρχονται κι άλλες μαίες, τσιμπάω το χέρι μιας από αυτές επειδή πίεζε πολύ τον κόλπο μου και με πόναγε, τσακωνόμαστε ελαφρώς, ο γιατρός μου μπαινοβγαίνει, έρχονται τρεις ακόμα συνάδελφοί του, έχω στο πλευρό μου 4 γιατρούς, 2 μαίες και 1 νοσηλεύτρια. Το όλον επτά.

Σκίστηκα στα δυο. Χωρίς επισκληρίδιο, χωρίς να στερήσω τον εαυτό μου από τη μόνη γενναία πράξη της ζωής μου: να φέρω στον κόσμο το παιδί μου όσο γίνεται πιο φυσιολογικά. Αλίμονο, δεν ανήκω στη γενιά των γυναικών που πολύ θα τό 'θελαν να γεννούν με λέιζερ, μη στραπατσαριστεί το μέικ απ και ξεφύγει καμιά τρίχα ρέμπελη από τη λακ.
Στις 20.45 είχα γεννήσει την κόρη μου.

Τη στιγμή που γύρισα και την κοίταξα, γυμνή, τυλιγμένη σε μια βλέννα, μεγαλούτσικη, να κλαίει γοερά ξέχασα ό,τι είχα περάσει, και πέρασα μια για πάντα στην Μητρότητα.

Αφού την σκούπισε η καλή μαία, την τύλιξε σε κάτι πανιά και μου την έδωσε να τη δω. "Τι άσχημο που είναι!" είπα γελώντας, ευτυχισμένη μέχρι σκασμού. Γελάνε πάλι. Οι γιατροί με ράβουν. "Πώς πάει το κέντημα; Τελειώνουμε;" τους ρωτώ. Γελούν. "Τι ώρα γέννησα, κορίτσια;" "8.15" μου απαντούν. "Α, ΟΚ. Για να βρούμε τον ωροσκόπο της μικρής". "Τι ζώδιο είσαι εσύ;" "Δίδυμος", "Εγώ Υδροχόος. Ο άντρας σου;" μου απαντά η όμορφη νοσηλεύτρια. Κουβέντα κομμωτηρίου, ενώ οι δυο άντρες μαιευτήρες κεντούν σαν παρθένες σε ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη. Η μικρή μου την ίδια ώρα επιδεικνύεται στο σόι της και η καλή μαία τσεπώνει επάξια το μπαξίσι της. Μου την ξαναφέρνουν. Το κεφάλι της είναι ταλαιπωρημένο, τα ματάκια της πρησμένα. Το παιδί μου μοιάζει με alien. Είναι υπέροχη! Στέλνω sms σε μερικούς φίλους: "Απόψε έγινα μαμά :) " Κάποιοι μου τηλεφωνούν. Όταν τους λέω πως ακόμα είμαι μες στο "χειρουργείο" πανικοβάλλονται, με επαινούν. Σοκάρονται.

Σύντομα με παραλαμβάνει μια τραυματιοφορέας και με πηγαίνει σε ένα κρεβάτι, το ράντζο μου, για να με οδηγήσει στην κλινική. Έξω είναι συγκεντρωμένα αγαπημένα μου πρόσωπα. Τους χαιρετώ σαν -κλινήρης μεν - ηγέτης -δε- από το βάθρο του. Νιώθω σαν ηρωίδα.
Το ίδιο βράδυ θηλάζω την κόρη μου. Ή μάλλον προσπαθούμε να συνεργαστούμε. Το ίδιο βράδυ έχω γίνει μαμά. Και δεν ξέρω αν έχω υπάρξει ποτέ κάτι άλλο, κι αν ποτέ κάτι άλλο θα μπορέσω να γίνω. Είμαι μαμά...


26/9/08

Μητρική ανταπόκριση

Ξημερώματα Δευτέρας ένα ρυάκι ζεστό νερό ανάβλυσε από τα πόδια μου ανάμεσα ταξιδεύοντάς με μια για πάντα στην Μητρότητα....

Καλούμε ένα ραδιοταξί για το νοσοκομείο. Ευτυχώς ο γιατρός που με παρακολουθεί εφημερεύει. (Που θα πει πως επέλεξα να γεννήσω σε δημόσιο νοσοκομείο όπου σε αναλαμβάνει ο μαιευτήρας που έχει βάρδια). Φοράει ένα πολύ αστείο σκουφί, μπλε με κάτι αρκουδάκια, που ταιριάζει με την μπλε του στολή. Παίρνει ένα ύφος παραπονιάρικο παρατηρώντας πως έχω να του τηλεφωνήσω από την Παρασκευή. Αμύνομαι με κάποιο νάζι πως δε θέλω να γίνομαι φορτική και γι' αυτό δεν επικοινωνούσα τόσο συχνά όσο μου είχε ζητήσει τα τελευταία 24ωρα. Ναι, αλλά αυτός ανησυχούσε. Η σχέση της εγκύου με την μαιευτήρα της μπορεί και πρέπει να είναι ερωτική. Αλλά συνήθως είναι εμπορική. Ας μη ξεχνιόμαστε. Είμαστε σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Μια ευτραφέστατη μαία συμπληρώνει τα στοιχεία μου, χωρίς να με έχει κοιτάξει στα μάτια, σε ένα επίσης ευτραφέστατο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο, το φετίχ του τυπικού νεοέλληνα γραφειοκράτη. Έχει κάθετες στήλες για τον αριθμό πρωτοκόλλου. Τι ηδονή! Μια άλλη μαία ,γηραιότερη, μου ζητάει να γδυθώ και μου προσφέρει μια ημιδιάφανη πράσινη ρόμπα να τη φορέσω, λέει, σαν πουκάμισο. Ένα πουκάμισο χωρίς κουμπιά βέβαια με δυο κορδόνια που υπό ΚΣ θα έδεναν μπροστά αλλά με μια κοιλιά εγκύου 40+ εβδομάδων, μάλλον τα μπράτσα και η πλάτη είναι τα μόνα σημεία που μπορούν να καλυφθούν. Ή μάλλον όχι. Καλύπτομαι μερικώς και από καλώδια: καρδιοτοκογράφος, πιεσόμετρο, καρδιογράφημα. Η γραφειοκράτισσα μαία έρχεται με 3 μπουκαλάκια που διψούν για αίμα. Της ζητώ να μου πάρει από το αριστερό χέρι που έχω καλή φλέβα αλλά έχοντας ήδη σταθεί εκ δεξιών επιμένει να ψηλαφεί το δεξί εσωτερικό του αγκώνα μου. Διότι οι θερμίδες κόποις κτώνται και θα ήταν μεγάλη σπατάλη να κινηθεί ως την αριστερή μου πλευρά. Με αποτέλεσμα να μου σπάσει τη δεξιά φλέβα και να αναγκαστεί να κάνει νέα αιμοληψία εξ αριστερών της εγκύου. Ευτυχώς την καλλιτεχνική μου φλέβα δεν την έβλαψε η ελεφαντίνα με τα μπλε. Θέλει κι εκείνη να κάνει μεταπτυχιακά στο εξωτερικό -κι ακόμα παραπέρα θα ευχόμουν- και με ρωτάει σχετικά. Και πάνω που θα της έδινα τα φώτα και τις ευχές που λέγαμε, της δίνει εντολή ο γιατρός μου να μου κάνει κολπική εξέταση. Σφίγγομαι και εκτινάσσω τη σπονδυλική μου στήλη ως άλλη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Ενοχλείται που φανερά το ένστικτο της επιβίωσης μου δεν εμπιστεύεται την ιατρική εξέταση που θα μου έκανε αντ' αυτού. Με αυστηρό ύφος μου ζητάει να συνεργαστώ. Είμαι προδότρα: συνεργάστηκα. Έχω μηδενική διαστολή. Σαν την ανοχή της κυβέρνησης ΝΔ στη διαφθορά.

Με αφήνουν σε ένα κρεβάτι για 20' ώσπου να δώσει αποτελέσματα ο καρδιοτοκογράφος. Χαράματα, ανάσκελα, με μια κουρτίνα γύρω μου, καλωδιωμένη, γυμνή, ετοιμόγεννη, ακούω μια γυναίκα να βογκάει. Δεν αντέχω να την ακούω. Είναι σαν να θρηνεί. Βλέπω το γιατρό μου από μια χαραμάδα. Του φωνάζω. Είμαι αναστατωμένη πολύ. Με ρωτάει αν είμαι καλά. Του λέω πως δεν αντέχω να την ακούω... Μου λέει αρκετά στεναχωρημένος πως αυτό που ακούω δεν είναι μια φυσιολογική γέννα. Η γυναίκα αποβάλλει.

Λίγο μετά, τέσσερις περίπου το πρωί μου ζητούν να ξαναντυθώ και να πάω στην πτέρυγα της κλινικής. Γιατί ήμουν στην πτέρυγα του μαιευτηρίου, εις μάτην. Οι δυο πτέρυγες μαζί μας κάνουν τον πελαργό που φέρνει τα μωρά. Στην αίθουσα αναμονής συναντώ τους γονείς μου που έχουν ενημερωθεί από τον αγαπημένο μου και έχουν σπεύσει άγρια χαράματα επί τόπου. Είμαι χάλια ψυχολογικά. Δεν φεύγει από τα αυτιά μου ο τρόπος της γυναίκας που γεννούσε ένα παιδί νεκρό. Διώχνω τους γονείς μου. Στην κλινική μαθαίνω πως τα δωμάτια είναι πλήρη. Τη βγάζω σε ένα ράντζο στο διάδρομο. Φοράω πια πιζάμα και ipod. Ο σύντροφός μου δίπλα, σε μια καρέκλα που μάλλον έχει φλεγόμενο κάθισμα. Έχει μεγαλύτερη αγωνία από μένα αλλά αγωνίζεται και αγωνιά να την κρύψει. Ανεπιτυχώς μάλλον. Σε λίγο θα φέρω κάτι από το DNA σου στον κόσμο κι έχω δικαίωμα να σε αποκωδικοποιώ, μωρό μου...Κάνω μια προσπάθεια να κοιμηθώ.

Νωρίς το πρωί αρχίζουμε πάλι τις κολπικές εξετάσεις. Τις μισώ. Έτσι κάπως θα' ναι κι ο βιασμός. Τρέχει αίμα ποτάμι. Θέλουν να μου δώσουν χαπάκι για πρόκληση τοκετού. Αρνούμαι. Μου δίνουν ένα υπόθετο για να μαλακώσει ο τράχηλός μου που είναι σκληρός. Είμαι σκληροτράχηλο άτομο τελικά. Σε λίγο, έρχεται η μαμά μου να αντικαταστήσει τον καλό μου. Νιώθω ζεστή. Έχω 37.7 πυρετό. Δε θέλω να ενοχλήσω τον γιατρό μου και απευθύνομαι στην προϊσταμένη που, αν και αυστηρή και φωνακλού, για κάποιο λόγο δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια προς το πρόσωπό μου. Δεν ανησυχεί για τον πυρετό και νιώθω σαν καλό νήπιο όταν χαϊδεύοντάς με στο μάγουλο μου λέει καθησυχαστικά"το κόλλησαν βρε εδώ μέσα το κορίτσι μας;"... Τι με κόλλησαν κυρία; Μαγουλάδες; Ο πυρετός σκαρφαλώνει στο 38 και κάτι ψιλά αλλά ουδείς ανησυχεί.

Αργότερα γίνεται η ιατρική επίσκεψη. Το νοσηλευτικό προσωπικό αλαφιασμένο τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο να διώξει τους συνοδούς γιατί "έρχονται οι γιατροί, έρχονται οι γιατροί!!" Αν ερχόταν ο Πάπας θα γινόταν λιγότερος σαματάς. Εμφανίζεται και στο ράντζο μου η ιατρική κομπανία. Ο ληστής με ντοκτορά ενημερώνεται για την περίπτωσή μου. Με κοιτάζει με το αδυσώπητο βλέμμα του συναδέλφου του Προκρούστη και μου ράβει κοστούμι: "να πάει για πρόκληση [τοκετού]". Του ανταποδίδω με βλέμμα τόσο αυθάδικα ιοβόλο που σαστίζει για ένα δευτερόλεπτο. Ρωτάει ποιος με παρακολουθούσε και με παραδίδει σε αυτόν. Ο Προκρούστης φοβήθηκε την πυρέσσουσα Μέδουσα. Χα!



(συνεχίζεται)

18/9/08

Διζ και Δατ

Πήγαινε και του μιλούσε. Το Διζ και το Δατ. Το Διζ κουράστηκε και βρέθηκε χωρίς να το σκεφτεί ή να το θελήσει να αναπαύεται στην αγκαλιά του Δατ. Τι καλά! Θα μπορούσε να είναι εκεί χρόνια. Λάμψεις, σπίθες, αδιαίρετα, έντονα, χρωματισμοί, αρμονικά, ήχοι, άρωμα, παράφορα. Μετά όμως σηκώθηκε, πήρε μια ανάσα και άρχισε πάλι να περπατά. Δυο βήματα πιο πέρα το μετάνιωσε. Ξαναγύρισε στο Δατ. Ωστόσο, το Δατ είχε κρυφτεί κάτω από μια πετρούλα. Γονάτισε το Διζ. «Έλα έξω να σε δω!!Πριν δε σε είδα καλά, τώρα κρύφτηκες! Βγες να σε δω....» είπε χαμογελαστά και ενθουσιασμένα προσπαθώντας με λαχτάρα να δει μέσα από τις χαραμάδες το Δατ.
Το Δατ άφηνε λίγο τη μυρωδιά του, λίγο τον ήχο από το γέλιο του, λίγο τη λάμψη από τα μάτια του να ξετρυπώσουν αλλά δε φανερωνόταν στο Διζ.

Το Διζ απογοητεύτηκε και κάθισε ακουμπώντας στην πετρούλα σιωπηλό και στεναχωρημένο. Το Δατ νομίζοντας πως το Διζ έφυγε, γέμισε μουσικές την κρυψώνα του και τσουπ-τσουπ βγήκε έξω. Αντίκρισε ξαφνικά το Δατ, έκανε μία πως δεν το γνώρισε, δύο πως δε το καλοθυμόταν, τρεις το αδιάφορο- πώς απ’τα μέρη μας; - αλλά τελικά το πήραν τα γέλια. Πετάχτηκε σαν ελατήριο και το Διζ και πήγε κοντά του. Τι μαγνήτης! Όλο το πεδίο γύρω τους τα έσπρωχνε το ένα κοντά στο άλλο. Ένταση. Ηλεκτρισμός. Χιλιάδες σωματίδια σε μια κίνηση.Αρσενικό-θηλυκό. Θετικό-αρνητικό. Και μετά έγινε κάτι και χάθηκαν όλα τα φωτάκια και τα τζιιιιζζζ που χόρευαν δίπλα τους.

Πάλι κάτω από την πέτρα το Δατ, πάλι να περιμένει το Διζ.

«Μα δε θα βγεις πάλι; Σε περιμένω...» Τίποτα. Τικ-τακ , τικ-τακ χτυπούσε η καρδιά του Διζ και αντηχούσε στην κρυψώνα του Δατ.

«Καλά, εγώ θα πάω μια βόλτα ως το ποτάμι. Αν θέλεις έλα» είπε το Διζ και σηκώθηκε. Ακούστηκε μια σειρά ακατάληπτων λέξεων μαζί με βαθιές ανάσες, διακοπές και κάτι λαμπάκια αναβόσβησαν ώσπου το Διζ πήρε αυτό: «αμαιναπαλβγςεωλαφοβγωθαλαμαασεθ».

«Ουφ! Αν δεν το έχω μπροστά μου δε καταλαβαίνω τίποτα!Κι όταν το βλέπω τα καταλαβαίνω όλα χωρίς να μου μιλάει!Πώς γίνεται;» και τελικά χάλασε το κέφι του και χωρίς ενέργεια όπως ήταν ξάπλωσε δίπλα στη πετρούλα και την πήρε αγκαλιά αντί το Δατ...Και νύχτωσε. Ψιλόβροχο, ο ήχος από καποιο μυστικό ποτάμι, η μυρωδιά από κάποια φωτιά....«Βγες έξω...θέλω να κάνουμε έρωτα...» ψιθύρισε το Διζ εξαντλημένο από την τόση ένταση πριν... «Βγες....» ξανάπε μισολιπόθυμο σαν εκλιπαρώντας το Δατ κι αγκάλιαζε πιο σφιχτά την πετρούλα που κρυβόταν. Το Δατ άνοιξε τα ματάκια του και πρόσθεσε ακόμα δυο λαμπερά ουράνια σώματα στο στερέωμα, χωμένα κάτω απ’την πετρούλα. Άκουγε με προσοχή το Διζ που η ενέργεια του τέλειωνε. «Έχω να πάω στους Άλτρι» είπε και ξεγλίστρησε τρέχοντας από μια άλλη χαραμάδα.

Το Διζ αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε τη νύχτα από το κρύο. Πήγε και βρήκε καταφύγιο κάτω από τη ρίζα ενός δέντρου.

Μετά ήρθε το μεσημέρι. Κι εν δυο εν δυο κορδωμένο, θαρρετά και αποφασιστικά στέκεται έξω από την πετρούλα του Δατ και του λέει «τώρα κι εγώ φεύγω». Καμιά απάντηση δεν ακούστηκε από κει κάτω.

«Καλύτερα που έφυγε.Πολύ γελούσε...» μονολόγησε το Δατ ενώ το Διζ απομακρυνόταν. Το Διζ συνέχισε να προχωρά ενώ κάθε τόσο γυρνούσε και κοιτούσε πίσω του ελπίζοντας να δει το Δατ να το ακολουθεί. Μάταια όμως. Ένιωθε πολύ άδειο ξαφνικά το Διζ, λες και όλη την ενέργεια που είχε του την μετέδιδε το Δατ. Και όπως προχωρούσε μπροστά, όρθιο αλλά με αργό βήμα, άφηνε πίσω του μόνο σταλαγματιές από τις λιμνούλες του. Ο άνεμος ήταν ο μόνος που το ακολουθούσε και το συντρόφευε και μάζευε μία-μία τις σταλαγματιές κρυφά...Κι αφού στέρεψαν οι λιμνούλες, πήγε πάλι κρυφά και τις άφησε έξω από το καταφύγιο του Δατ. Το Δατ μες στην κρυψώνα του μια ριγούσε, μια πνιγόταν, μια καιγόταν, μια διψούσε...Όταν δίψασε για τα καλά ήπιε το νερό που βρήκε έξω. Το Διζ ήταν πια μακριά αλλά ένιωσε που το Δατ έπινε τις σταγόνες του και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σα τρελή, σα τρελή! Άρχισε να διαγράφει αλλόκοτα σχήματα στον ουρανό λες και ξαφνικά ξαναβρήκε όλη του τη χαμένη ενέργεια. Είδε τότε και τον άνεμο που το είχε πάρει ξοπίσω από τότε που έφυγε. «Θέλεις να σου πω όλη την ιστορία μου;» ρώτησε ξετρελαμένο από χαρά τον άνεμο. Έγνεψε καταφατικά. Κι έτσι ξεκίνησε το Διζ να λέει, να λέει, να λέει. Κι ενώ μιλούσε βαφόταν σε χρώματα το ένα μετά το άλλο.

Το Δατ χασμουριόταν όταν κατέφθασε ο άνεμος, τρύπωσε μέσα από τις χαραμάδες και δίχως να ρωτήσει καθόλου άρχισε να του διηγείται την ιστορία με τη φωνή του Διζ.


Αυτό άκουγε τον άνεμο πότε με κομμένη ανάσα βουτώντας στην αφήγηση, μισοφευγάτο στις σκέψεις του , άλλοτε, έχανε λέξεις, στιγμές ένιωθε αιχμάλωτο και οργάνωνε νοερά την απόδραση από την αφήγηση και κάπου-κάπου έφερνε στο νου του το χαμόγελο του Διζ κι αφηρημένο χαμογελούσε κι εκείνο. Μετά χτυπούσε η καρδιά του και δυνάμωνε η έντασή του. Πολλά τζιιιιιζζζζζ καίγονταν γύρω του και τότε ήταν που άρχισε να τρέμει. Κάτι «ξένος» «φο..» «αν πάλι» και «θέλω» «ρωμπο» με «νεδ» ξεστόμισε αν κι αυτά προσπάθησε να τα πάρει πίσω…

«Εντάξει! Μπορεί και να πάω. Αλλά δε γίνεται να πηγαίνω πάντα εγώ. Κι ούτε να είναι όλο κάτω απ΄την πέτρα κι εγώ απέξω!!» απάντησε το Διζ αποφασιστικά στον άνεμο και άναψε ένας κεραυνός. «Μα αφού του είπα την ιστορία, είπε να πας πάλι» ανταπάντησε ο άνεμος. «Σου είπε να πάω; Σου είπε έτσι;» ρώτησε έτοιμο για θυμό το Διζ. Ο άνεμος ζάρωσε σε μια γωνία και κοκκίνισε από ντροπή και ψιθυριστά είπε «Ε, όχι… αλλά κατάλαβα πως θέλει να πας….»

Ένας καπνός είχε τυλίξει το Διζ από τα πολλά τζιιιιιζζζζ που κάηκαν μπροστά σ’ αυτές τις λέξεις. Φόρεσε τα βζζιιιιιν και έγινε το ίδιο καπνός.


Έμεινε μόνος του και ο άνεμος. Όλοι μόνοι τους ήταν τώρα. Και πήγε να βρει το Δατ στη κρυψώνα του. Εκείνο είχε βγει έξω και καθόταν πλάι στην πέτρα. Ο άνεμος έκανε ένα φύσημα πίσω από την έκπληξη που το βρήκε έξω. «Άσε, μη μου λες τίποτα! Το είδα που έγινε καπνός μες στους καπνούς του!» είπε χαμογελώντας ειρωνικά. «Δε στο είχα πει πως αυτό όλο φεύγει; Έτσι ξέρει να κάνει» συμπλήρωσε και εκτοξεύτηκε στον αέρα. Ξανάπεσε όρθιο στο έδαφος. «’Εχω να δω τους Άλτρι και τους Χομ και τους Φλιοι και τους Σπέιν και τους...και τους....και τους....» κι άρχισε να κατεβάζει ονόματα στη σειρά. Την άλλη στιγμή είχε κιόλας φύγει με τις ρόδες του.


Το σημείο και η μνήμη. Το Διζ δε θα ξαναγύριζε αλλά θυμόταν. Το Δατ ξέχασε αλλά θα ξαναγύριζε. Η’ αντίστροφα. Κι έτσι τέλειωσε η ιστορία του Διζ με το Δατ που συναντήθηκαν μαγικά και χάθηκαν άδικα. Γιατί δε βρήκαν από πού πήγαινε για το Ινσιέμε.


16/9/08

νοικοκυραίοι του google και του youtube, why don't you go fuck yourselves?

"Ο νεοσυντηρητισμός και η περιρρέουσα βλακεία" , όπως λέει και ο Τζιπακος (sic) στη συχνότητα του ραδιομεγαρου City 99.5 (για πότε έγινα παπαγαλάκι και μ' αρέσει κιόλας) χτυπάει ανελέητα και τις πλατφόρμες ελεύθερης -πλην εικονικής- έκφρασης και επικοινωνίας. Τη google και το youtube- μεγάλη η χάρη τους.

Το πιο πρόσφατο κρούσμα αφορά στην προσπάθεια της Λουκίας Ρικάκη να συλλέξει σεναριακο υλικό από το διαδίκτυο και κυρίως τα blogz για την καινούργια της ταινία με θέμα την...ομορφιά . Πολύ όμορφοι εγκέφαλοι, εννοούν να μας θυμίζουν πως το είδος του καταδότη δεν θα εκλείψει ποτέ! Κουραδοκουκουλοφοροι νοικοκυραίοι του διαδικτύου έκριναν το περιεχόμενο του blog όπου συλλέγονται οι διάφορες ιστορίες ως απαράδεκτο και κλικαρωντας το σχετικό link έθεσαν το μπλογκ σε καραντίνα για να μη μολύνει με το overdose ομορφιάς τον fucked up κοσμο που μόχθησαν να κατασκευάσουν.

Παλιότερα είχα μείνει πάλι με το στόμα ανοιχτό - το ανίκητο της βλακείας και η πανδημία της συντήρησης εξακολουθεί βλακωδώς να με εκπλήσσει- όταν πληροφορήθηκα ότι το δοσίλογο dna των κουκουλοφόρων δεν έχει πάει χαμένο. Τα εγγόνια τους είναι εδώ και κάνουν flag τα video clip που προσκρούουν στα μικροφαλλικα ηθικά και αισθητικά τους αντανακλαστικά.

Αν δε μπορείς να δημιουργήσεις, καταδωσε! Report, flag. You know?

7/9/08

Γαλήνη του Πρωινού

O Benjamin με το ραββίνικο καπελάκι
διαβάζει Ταλμούδ
κι έχει δίκιο να περιμένει τον Μεσσία.
Ο Mr Thompson με τον χαρτοφύλακα
διαβάζει Guardian
κι έχει δίκιο να αγωνιά για τα αποθέματα πετρελαίου.
Η Moira με το i-pod
διαβάζει το flyer της συναυλίας για το περιβάλλον
κι έχει δίκο να ψιθυρίζει το “If you tolerate this”.
Και η Khadija, εθελόντρια, με το κουβαδάκι του fundraiser
διαβάζει τα βλέμματά μας
κι έχει δίκιο ποιον να προσεγγίσει για νομίσματα.
Μόνο που το κουβαδάκι είναι πλαστικό
κι ο χαρτοφύλακας δερμάτινος.
Μόνο τα κορμιά μας γίνονται ωραίο λίπασμα.
Και ποιος ξέρει- αν τύχει κι ανακυκλώνονται
στην άλλη μορφή θα γίνω ποτάμι
να δω αν υπάρχει ακόμα ζωή.
Και σαν εκείνο μετά, δε θα γυρίσω πίσω.
Γιατί δεν υποφέρεται ο άνθρωπος πάντα στην κόψη του ξυραφιού.
Όπου κι αν κοιτάξω
προφήτες, απόστολοι, σωτήρες, ακτιβιστές, φιλάνθρωποι.
Έχει χαθεί προ πολλού η Γαλήνη του Πρωινού.
Ήταν σπάνια και κανείς δε κατάλαβε πώς...

5/9/08

Σκουπίδια

Είδα έναν άντρα να σκαλίζει έναν κάδο απορριμάτων. Ήθελα να φρενάρω, να του ζητήσω συγνώμη που τον είδα. Αλλά προτίμησα να αυξήσω την ταχύτητα για να έρθω εδώ και να πω πως κι εγώ το κάνω αυτό: χώνω το κεφάλι μου μέσα στα σκουπίδια. Κάπως σαν στρουθοκάμηλος. Κυλιέμαι στις χωματερές. Κάπως σαν γουρούνι. Για να γίνω Άνθρωπος.

Ό,τι παρήλθε, ό,τι αχρηστεύτηκε, ό,τι νεκροζώντανο, ό,τι λησμονημένο είχα απλωνόταν στο ταβάνι της ψυχανάλυσης. Ο σκουπιδένιος ουρανός. Ύψωνα το χέρι μου να φτάσω τα αστέρια του. Άδικα. Τα βιωμένα δεν ξαναβιώνονται. Τελικά περίμενα να πέσει ένα αστέρι και να κάνω ευχή. Και έπεφτε! Λίγη αστερόσκονη: ξεραμένο αίμα από παλιά πληγή, αρμύρα από παλιό δάκρυ, στραγγισμένη μυρωδιά από παλιά εποχή, ανατριχίλα από παλιά συγκίνηση. Μετά, πλήρωνα τη συνεδρία και κατέβαινα πολύ γρήγορα τις σκάλες.

Στον ισόγειο δρόμο τίναζα από πάνω μου τις σκόνες του σκουπιδένιου ουρανού και περπατούσα σαν άνθρωπος. Με το κεφάλι έξω απ΄ τη λακκούβα, με το σώμα όρθιο πέρα από λάσπες. Ως την επόμενη φορά.

Τελικά. Τόσα πεφτάστερα, τόσα σκουπίδια. Κι όμως η ευχή μου δεν εκπληρώθηκε. Άνθρωπος δεν έγινα.

4/9/08

Υπόψη αυτοκινητοβιομηχάνων

Αγαπητοί αυτοκινητοβιομήχανοι,

εις ένδειξη τεράστιας ευγνωμοσύνης για τα οχήματα που μας παρέχετε σε χαμηλό κόστος και με πολλές χαμηλότοκες δόσεις (έτσι ώστε όλοι να μπορούμε να πληρώνουμε τη δόση μας και να γίνουμε πρεζόνια των τεσσάρων τροχών) θα σας διαθέσω δωρεάν την ιδέα που θα αλλάξει τον ρουν της βιομηχανίας που ασφαλώς σας ανήκει.

Προτείνω να κατασκευάσετε αυτοκίνητα με περιορισμό χρήσης κόρνας. Να μπορεί ο οδηγός μέχρι 3 φορές τη μέρα να την παίζει. Έτσι ο οδηγός που θα γνωρίζει ότι δικαιούται μέχρι τρία κορναρίσματα τη μέρα θα το σκέφτεται πριν απλώσει την χερούκλα του επί του κλάξον. Θα πάψει να μας ζαλίζει τους όρχεις με τα δίχως λόγο και αιτία μπίπ και μπίιιπ και εσείς θα αποκομίσετε τα εύσημα για μείωση της ηχορύπανσης σαν καλά προσκοπάκια και άξιοι ευεργέτες.

Σας υποβάλλω ταπεινά τα σκεύη μου,


Ν.


Dear [aytokinitobiomichanoi], to clue of enormous gratitude on the vehicles that you provide for us at low cost also with a lot of low rated doses (so all we can we take our dose and we become [prezonia] the four wheels) you I will allocate free of charge the idea that will change [royn] the industry that to you belongs. I propose you manufacture cars with restriction of use horn. Can the driver [mechri] 3 times the day she plays him. Thus the driver that will know that it is eligible three touts the day him will think front it stretches out [cheroykla] his on his horn. It will cease us it makes dizzy their testicles with [dichos] reason and cause [mpip] and [mpiiip] and you you will acquire [eysima] for reduction of noise pollution as well [proskopakia] and worthy benefactors. I submit to you humbly my utensiles, N.

1/9/08

Ληστεία όχι αστεία

Ήταν μια φορά ένας ληστής που μπήκε σε μια μεγάλη τράπεζα και φώναξε ξε-κά-θα-ρα: "Ληστεία!" Οι πελάτες τρομοκρατήθηκαν αλλά αντίσταση δεν πρόβαλλαν. Μετά πήγαν στην αστυνομία και έδωσαν καταθέσεις. Οι υπάλληλοι της τράπεζας κάπου το περίμεναν και φέρθηκαν με ψυχραιμία. Μετά πήγαν στην αστυνομία και έδωσαν καταθέσεις. Τελικά ο ληστής έκανε μια μπάζα κάποιων χιλιάδων ευρώ σε μια μέρα. Σύντομα έπεσε στη τσιμπίδα του νόμου και έφαγε 15 χρόνια φυλάκισης. Κι από φτωχός έγινε φτωχότερος.

Ήταν μια φορά ένας διευθυντής μαιευτικής κλινικής δημόσιου νοσοκομείου που έλεγε ξε-κά-θα-ρα: "Για να σε αναλάβω θέλω 1000 ευρώ. 500 προκαταβολή και τα υπόλοιπα μετά". Οι πελάτες σοκαρίστηκαν αλλά αντίρρηση δεν πρόβαλλαν. Μετά πήγαν στην τράπεζα και έκαναν ανάληψη 500 ευρώ για την προκαταβολή. Οι υπάλληλοι του νοσοκομείου κάπου τα ήξεραν όλα αυτά και φέρονταν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Μετά πήγαιναν σπίτι τους και τρώγαν γιουβαρλάκια. Τελικά ο γιατρός έκανε μια μπάζα πολλών χιλιάδων ευρώ σε διάρκεια πολλών χρόνων. Δεν έπεσε ποτέ στη τσιμπίδα του νόμου και δεν φυλακίστηκε. Κι από πλούσιος έγινε πλουσιότερος.


Σχετικά: Λαμογιές και αποκτήνωση