29/12/07

επερώτηση

Είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο μια αλοιφή, μία σκνίπα, μια τύφλα, μια λιάρδα, ένα κουρούμπελο, μια ντίρλα, ένα κουνουπίδι, ένας φέσι, ένα γκολ και ένα στουπί. Ποιος οδηγεί;

















Ο μπάτσος!





Quarto Minguante

28/12/07

χορτοφάγοι (Συγκάτοικοι ΙΙΙ)

Τα Χριστούγεννα τα πέρασα με μια φίλη από Λατινική Αμερική, που ανάμεσα στα άλλα κουσούρια της που φανερώθηκαν στην 3ημερη συγκατοίκησή μας, όπως το ότι χρησιμοποιούσε την ακριβή ενυδατική μου κρέμα προσώπου για κρέμα χεριών, δεν ήξερε τι είναι το blogging και θαυμάζει την φιλανθρωπική δράση και το καλλιτεχνικό έργο της Shakira, είναι και χορτοφάγος!
Όμως για να δείξω έμπρακτα την αλληλεγγύη μου σ' αυτή την ατέλειωτη νηστεία μαγείρεψα Χριστουγεννιάτικα μπριάμ! Το οποίο βέβαια ήταν θεσπέσιο με τη συνοδεία χωριάτικης, τζατζικιού και άλλων ορεκτικών, αλλά, διάολε, δεν είχε κρεατάκι.
Την επιχειρηματολογία γύρω από την χορτοφαγία την ξέρω και τη βαριέμαι πιο πολύ από το να βλέπω μια κατσίκα να μηρυκάζει. Γι' αυτό την παρακάμπτω.
Κι εγώ έχω πέσει κατά το παρελθόν και κατά λάθος στη λούπα της χορτοφαγίας για τρεις μήνες όταν για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωσα αποστροφή προς το κρέας. Ίσως βέβαια να έφταιγε που είχα περάσει εκείνο το Πάσχα στην Κρήτη όπου ο οβελίας κυκλοφορούσε ακόμα και σε γλειφιτζούρι. Κι έτσι επιστρέφοντας στο Λονδίνο έγινα vegetarian. Κατά λάθος. Ρώτησα τότε έναν φίλο μου Διατροφολόγο, με διδακτορικό στον Καναδά και σοβαρό άνθρωπο, τι μου συμβαίνει. Θα γίνω καλά; Και μου απάντησε πως τα κοριτσάκια που δε τρώνε κρέας καλά θα ήταν να ψαχτούν ως προς τη σχέση τους με τον φαλλό. Τελικά το διαλύσαμε με τον Παναγιώτη και ξανάβαλα ζαμπόν στο τοστ. Σύμπτωση.
Συνειδητοποιώντας το γελοίον του φετινού Χριστουγεννιάτικου γεύματος, ενός γεύματος χωρίς πτώμα, μου ήρθε στο μυαλό μια καταπληκτική σκηνή με τον Ρομπέρτο Μπενίνι από το Night on Earth, που επιβεβαιώνει την ατάκα του φίλου μου του Διατροφολόγου πως η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη σχετίζεται με τη διατροφή. Άρρηκτα λέμε!

27/12/07

για μια θέση στο Δημόσιο

Για μια θέση στο Δημόσιο, πέρασες από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη των εισαγωγικών εξετάσεων του δημόσιου σχολείου.
Για μια θέση στο Δημόσιο, υπέμεινες το τετράχρονο κουαρτέτο της φρουράς-φθοράς-συμφοράς-διαφθοράς του δημόσιου πανεπιστημίου.
Για μια θέση στο Δημόσιο, παρακάλεσες, χειροκρότησες, ψήφισες, αναπαρήγαγες τους άρχοντες του δημόσιου βίου.
Για μια θέση στο Δημόσιο, γυμνώθηκες και ενώθηκες με το διαχειριστή δημόσιου χρήματος.
Για μια θέση στο Δημόσιο, διαλάλησες, παζάρεψες, ξεπούλησες τον ιδιωτικό σου βίο σου στη δημοσιότητα.
Για μια γαμημένη θέση στο Δημόσιο;

26/12/07

συνεπιβάτες στην ομίχλη

Τι κρύο κι απόψε... H ομίχλη έχει σκεπάσει τον ορίζοντα. Έτσι που να διακρίνω μόνο τα απαραίτητα. Κίτρινα φώτα στα πρόσωπά μας. Στάση το διώροφο, κόκκινο λεωφορείο. Ανεβαίνουμε. Πιάνω θέση επάνω, δίπλα στο παράθυρο. Ησυχία. Ομίχλη και ησυχία.

Όμως. Δεξιά μου είναι ένας γέροντας. Ψηλός, αδύνατος, αξύριστος, με μπεζ μπουφάν. Μιλάει μόνος του. Γυρνάω διακριτικά. Στο διπλανό του κάθισμα, κανείς. Σταματάει να μιλάει. Αλλά γνέφει συναινετικά. Συμφωνούν. Του απαντάει. Μετά από λίγο σα να διαφωνούν. Ο διπλανός φαίνεται πως δε καταλαβαίνει τον κύριο με το μπεζ μπουφάν γι' αυτό και εκείνος γίνεται πιο παραστατικός με χειρονομίες. Ησυχία πάλι.

Έχω γυρίσει για τα καλά προς το μέρος του και τον κοιτάω. Του χαμογελάω. Με κοίταξε κι εκείνος αλλά δε με είδε. Βγάζει από την τσέπη του καραμέλες και τις προσφέρει στον συνεπιβάτη του. Μπορεί και συνεπιβάτισσα. Δε μπορώ να δω.

Βγάζω κι εγώ το κινητό από τη τσάντα μου. Θέλω να τον βιντεοσκοπήσω. Αλλά με επιπλήττεις τρυφερά. Σαν τους πιτσιρικάδες στο "Επί Γης Irene" κι εγώ; Ντροπή μου. Χαμογελάω σκανταλιάρικα αλλά δεν υπακούω. Τον βιντεοσκοπώ.

Μετά γέρνω στο στήθος σου και σε μυρίζω. Τι όμορφα που είμαστε μαζί...

Φτάνουμε στον προορισμό μας. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του έγνεψα αντίο. Δεν ανταποκρίθηκε. Αν τον αποχαιρετούσες εσύ μπορεί να ανταποκρινόταν. Αφού δεν ήσουν εκεί.

24/12/07

το περιπλανώμενο νάφσι και τα κλειστά ζουρούμ

Ήταν κάποτε ένα περιπλανώμενο νάφσι, ντυμένο με παλιωμένα και ακριβά κουρέλια ποτισμένα καθώς ήταν από τις μυρωδιές, τις ανάσες, τα αρώματα και τα όνειρα που συνάντησε στην μεγάλη βόλτα του. Φορούσε παπούτσια λερωμένα και βαριά, τραβώντας τις μνήμες σε κάθε του βήμα. Και το κεφάλι του στόλιζε και προστάτευε ένα χάρτινο καράβι-καπέλο...Εκείνο που πήρε μαζί όταν έφυγε...

Ήταν απόγευμα και περπατούσε αμέριμνο όπως πάντα, από τότε που έφυγε. Περπατούσε, έτσι, χωρίς προορισμό όπου ο δρόμος του όριζε. Κάπου-κάπου κοντοστεκόταν να χαϊδέψει ένα σκυλί, έσκυβε να μυρίσει κάποιο ρόδο ή έκανε αστείες γκριμάτσες σε κατηφείς περαστικούς για να τους χαρίσει το χαμόγελό τους.

Τριγυρνούσε στην πολιτεία και τη γνώριζε μέρα τη μέρα πιο πολύ, μέχρι που η πολιτεία ολόκληρη έγινε το πιο δικό του σπίτι.

Ώσπου μια μέρα, στάθηκε να ξαποστάσει από τον ατέλειωτο περίπατό του στο κατώφλι ενός γέρικου σπιτιού με φροντισμένο κήπο. Έγειρε πίσω μάτια να ρουφήξει μ' όλη του τη δύναμη το άρωμα του κήπου.Τεντώθηκε ν' αποδιώξει τη νωχελική διάθεση και έκανε να φύγει προτού χρειαστεί οι άνθρωποι να γίνουν κακοί και να το διώξουν. Μα πριν προλάβει να προχωρήσει δυο βήματα, σκόνταψε σε ένα κουτάκι ξύλινο, πεσμένο στο δρόμο. Έσκυψε, το πήρε στα χέρια του από περιέργεια και το ένιωσε κάπως βαρύ.

Ήταν ένα μικροσκοπικό σεντούκι γεμάτο πολύτιμα πετράδια. Τα ξακουστά ζουρούμ. Το νάφσι ξαφνιάστηκε. Νόμισε αρχικά πως ήταν πετρούλες χρωματιστές-παιχνίδι κάποιου παιδιού. Αλλά είχε ακούσει που έλεγαν κάποτε για τα ζουρούμ πόσο πολύ κοστίζουν και τι δυσεύρετα που είναι και θυμήθηκε πως συχνά είχε δει τέτοια σε κάποιο χέρι ή λαιμό να λαμπυρίζουν.

Στεκόταν εκεί, στο σοκάκι, σκεφτικό, κρατώντας το κουτί, μη ξέροντας τι να το κάνει. Θέλησε να χτυπήσει την πόρτα στο φτωχικό σπιτάκι με τον όμορφο κήπο και να ρωτήσει μήπως έχασαν εκείνοι το σεντουκάκι, μα γυρνώντας πίσω είδε μόνο μια γριούλα να ταΐζει μια γάτα στην αυλή. Όχι, το κουτί με τα ζουρούμ δεν ανήκε στη γιαγιούλα. Κάποιος άλλος το' χε χάσει. Το' ριξε στην τσέπη του σοφού του παλτό και άρχισε να περπατάει γρήγορα, σκυφτό, πάλι χωρίς προορισμό μα τώρα λίγο ζαλισμένο. Βρήκε ένα δέντρο και κάθισε στον ίσκιο του. Έβγαλε από την τσέπη του το σεντούκι και το περιεργάστηκε.

Μαγεύτηκε αλήθεια απ' τα πολύτιμα πετράδια μα ήξερε πόσο αυτά κόστιζαν και δεν θα μπορούσε να τα έχει παιχνίδι του. Τι να 'κανε με τούτο το απροσδόκητο δώρο; «Δώρο;» αναρωτήθηκε . Ίσως η καλή τύχη νά' στειλε το σεντουκάκι στη γη για το νάφσι, για να αγοράσει φαγητό και ρούχα κι ίσως ακόμη μια κουβέρτα ή εκείνο το καλειδοσκόπιο που είχε ζηλέψει στη βιτρίνα και γιατί όχι, ένα ποδήλατο! «Μα ναι, για μένα είναι αυτό το δώρο!» ξεφώνισε με χαρά το νάφσι.Φύλαξε το κουτί στην τσέπη του και τράβηξε για κείνο το ανελέητα φορτωμένο με παιχνίδια κατάστημα. Σύντομα, πολύ σύντομα, το καλειδοσκόπιο και το ποδήλατο θα γίνονταν δικά του! Δικά του!

Ήδη ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά και το μαγαζί με τα παιχνίδια βρισκόταν ακόμα μακριά. «Ώσπου να φτάσω θα' χει κλείσει» σκέφτηκε με αγωνία το νάφσι κι επιτάχυνε το βήμα του. Το κατάστημα είχε σβήσει τα πολλά φώτα και πίσω από τα βαριά σιδερένια πλέγματά του φυλούσε καλά όλα τα ονειρεμένα παιχνίδια. Το νάφσι απομακρύνθηκε με παραπονεμένο βήμα. Δεν είχε άλλο κέφι για περίπατο. Θα πήγαινε να κοιμηθεί αμέσως τώρα και αύριο πρωί-πρωί θα αγόραζε και το ποδήλατο και το καλειδοσκόπιο και όποιο άλλο παιχνίδι ήθελε. Αύριο όμως. Ξάπλωσε στο παγκάκι κι αποκοιμήθηκε γλυκά και αλλιώτικα.

Τη νύχτα ξύπνησε από μια δυνατή βροχή. Είχε ξεχάσει να σκεπαστεί μ' ένα χαρτόκουτο, το κουτί με τα πετράδια ήταν ακόμα κρυμμένο στις τσέπες. Το χάρτινο καράβι-καπέλο όμως; Είχε πέσει στη γη και η βροχή το' χε τσακίσει. Το νάφσι έσκυψε να το μαζέψει μα το καράβι διαλύθηκε στα χέρια του γιατί ήταν πια μόνο ένα βρεγμένο κουρέλι. Το καράβι-καπέλο που κάθε νύχτα φυλούσε στον κόρφο του ήταν τώρα ένα σκουπίδι της βροχής...Ήταν τέτοια η λύπη του...

Σηκώθηκε όρθιο και με βήμα γρήγορο και θυμωμένο περπάτησε μες στη βροχή και σύντομα βρέθηκε στο σημείο που είχε βρει το σεντούκι με τα κλειστά ζουρούμ. Έσκυψε κι άφησε το σεντουκάκι εκεί ακριβώς που το είχε βρει. Και πάλι μες στη βροχή πήρε το δρόμο για το παγκάκι του. Μόνο, κατάμονο, πιο αδέσποτο από ποτέ. Σε λίγο θα ονειρευόταν ελεύθερο το καλειδοσκόπιο, το ποδήλατο κι ίσως ακόμα την κουβέρτα.

Ένα αστέρι εκεί ψηλά, πίσω απ' τα σύννεφα, χαμογέλασε.



22/12/07

Δύο ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού

Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.


Θα σας περιμένω

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Μιχάλης Κατσαρός




Ο Μιχάλης Κατσαρός του Ευσταθίου εκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (όπως αυτοπαρουσιαζόταν στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Κορέκτ / Φόβος ποιητή», «Μανδραγόρας») δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του. Ηταν και η εν γένει καθημερινή εμφάνισή του: πουκάμικο λερό, γραβάτα, ένα δερμάτινο από επάνω, μαύρα γυαλιά, κασκέτο. Τον έβλεπες να περπατά στους δρόμους πέριξ της πλατείας Συντάγματος, με ανεμίζοντα την γκρίζα κόμη του.

(συνέχεια εδώ)



"Το ποίημα Μιχάλης Κατσαρός

Ένα γκαρσόνι, στον Πειραιά του 1971, μου είπε ότι με ψάχνει ο Μιχάλης Κατσαρός. Το καφενείο 'Στοά' ήταν μικρό με λογοτεχνικές Τρίτες, το βράδυ, όπου είχα δει τον Στέλιο Γεράνη,τον Νίκο Καββαδία, χωρίς να τους μιλήσω, πίσω από λάμπες φθορίου και καπνούς.
Ήταν φθινόπωρο, από τα φθινόπωρα της παλιάς εποχής, γεμάτο με βροχές, αέρα, πτώση θερμοκρασίας, όταν είδα τον ποιητή να κάθεται χωρίς ομπρέλα κάτω από ένα υπόστεγο. Μιλήσαμε για τον καιρό και για τον Άδη. (Έμενε στο Μοσχάτο, λίγα μέτρα από τον σταθμό, δίπλα στο ποτάμι Ιλισός, προτού εκβάλλει, βρώμικος πια, στο Φάληρο, σ' ένα κτίσμα στο βάθος ενός άδειου οικοπέδου, ξέφραγου. Έμοιαζε με αγροτικές κατοικίες χωρίς αγρούς.)
Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν είχε σπίτι. Δεν είχε ακτή η θάλασσά του. Έτσι μπορούσε να θεωρεί σπίτι του τα καφενεία, τα σινεμά, τα μαγειρεία, έως ότου γυρίσει πίσω, στο νοικιασμένο δωμάτιό του, αργά το βράδυ, για να κοιμηθεί.
Στην μεγάλη πλημμύρα του 1977, όταν όλα σκεπάστηκαν από νερό και λάσπη, ανέβηκε στην σκεπή του για αν σωθεί, κρατώντας μια άδεια στάμνα για να σταματήσει το κακό. (...)
Ανεβήκαμε, όχι εύκολα, από τον Πειραιά στην Αθήνα. Τι μεγάλο ταξίδι! Στην αρχή στο καφενείο Νέον με τους οικοδόμους του και τους εργάτες. Με τις γυναίκες του ντυμένες με ρούχα στρατηγών από το Μοναστηράκι. Καφέδες και τσάι και χούντα έξω. Περάσαμε αργά μα σταθερά στο καφενείον Μέγας Αλέξανδρος, στο γαλακτοπωλείο Μεγάλη Βρετανία, και παρακολουθήσαμε τους στρατιώτες, τους ναύτες, τους αεροπόρους ν' αλλάζουν ρούχα στα αποχωρητήρια για να κυκλοφορήσουν με πολιτικά κρατώντας τη στολή τους με μια πλαστική σακούλα. Είδαμε παρελάσεις πίσω απ' το τζάμι. Αναπνοές που έκαναν τα κρύσταλλα να δακρύζουν.
Από την Ομόνοια, περάσαμε στου Λουμίδη, στο Σύνταγμα, -Αμέρικαν μπαρ, στο εστιατόριο στο ισόγειο του υπουργείου Παιδείας, Μπραζίλιαν, Ζόναρς, και ξανά Ομόνοια, Μανχάταν, πλατεία Δημαρχείου... Ήταν σταματημένος σ' ένα περίπτερο, στην αρχή της οδού Σταδίου, πάνε δυο μήνες, κι έπαιρνε τσιγάρα, εφημερίδα. Κομψός με τη φθινοπωρινή του φορεσιά. Τραγιάσκα στο κεφάλι. Οι βιαστικοί περαστικοί τον χαιρετούσαν, ανταπέδιδε τον χαιρετισμό, όπως έκανε πάντα, όταν έπινε καφέ στα όρθια ή στις καρέκλες, κι είχε γύρω του νέα παιδιά που έγραφαν, ζωγράφιζαν ή τραγουδούσαν. (...)
Περάσαμε στη στοά, στο καφενείο που βγάζει στη Λυκούργου. Μου αρέσουν οι καρέκλες που είναι μαλακές, είπε. Έχω βρει ένα εστιατόριο που βλέπει στην πλατεία, Δημαρχείου, και πάω εκεί. Κάθομαι με τις ώρες. Μετά στο σπίτι στα Πετράλωνα. Με ταξί ή τον ηλεκτρικό. Με βγάζει δίπλα. 'Ηταν ο ίδιος, δεν είχε αλλάξει καθόλου. Τα χέρια του τον πρόδιδαν πως γράφει, η ευγένεια πως υποφέρει για τον κόσμο που χάνεται χωρίς λόγο, για τις ασθένειες που δεν νικιώνται.
Θα σε ξαναδώ, παλιόπαιδο; μου είπε φεύγοντας. Ναι, θα σου τηλεφωνήσω Μιχάλη. Δεν πρόλαβα, ή μήπως του τηλεφώνησα και βγήκαμε, μια βόλτα σ' όλα τα μαγαζιά που μας στέγασαν από το 1971; Και ναι, τον είδα πάλι, να τρώει αργά-αργά πατάτες γιαχνί και το μπιφτέκι του σιωπηλός, με κείνη την εύθραυστη ηρεμία των αγαλμάτων."

Του Γιώργου Χρονά από την Κυριακάτικη, 13/12/98.

20/12/07

έρωτας στο διαδίκτυο

Η Γεωργία σπούδαζε Χημικός αλλά πάντα της άρεσε η Φιλοσοφία. Γι' αυτό παράτησε το Χημικό και άρχισε να τραγουδάει στα μπουζούκια της επαρχιακής πόλης όπου φοιτούσε για το πτυχίο της. Αλλά δεν έπαιρνε κι όρκο για το τελευταίο. Κυριολεκτικά.

Το Γεωργία, δεν είναι όνομα για πίστα. Ζοζέτ ήταν το καλλιτεχνικό της. Αλλά οι γεωργοί της περιοχής την τιμούσαν σαν τη θεά τους. Ήταν θεά. Κορμί ψηλό και σφριγηλό, πράσινα μάτια με λάγνο βλέμμα. Το λάγνο βλέμμα ήταν από τα πολλά χασίσια και ξύδια. Και η σφριγηλότης από το πολύ πήδημα. Τα άλλα από τα γονίδια του πατέρα της που ήταν ψηλός και πρασινομάτης. Τον χάσαμε από κίρρωση του ήπατος. Ήταν και χασάπης ο γιατρός.

Η Ζοζέτ ήταν νυμφομανής αν και κανένας γιατρός δε βρέθηκε να το πει. Ένας χασάπης όμως βρέθηκε να βγάλει τη διάγνωση ότι ήταν καριόλα η γυναίκα γιατί μόνο σ'αυτόν δεν ενέδιδε . Βρέθηκε και ένας να την ερωτευτεί. Στο δρόμο προς τα 30 είχε αρχίσει να αγχώνεται η θεά και βέβαια έψαχνε θύμα να κάνει οικογένεια, καθώς διέδιδε στις φίλες της.

Τελικά ήταν αυτή το θύμα. Γιατί μπορεί ο Σταμάτης να ήταν βόδι και να μην καταλάβαινε πως τον κερατώνει ασύστολα αλλά η πεθερά και ο αδερφός του βρήκαν τρόπο να θέσουν τη νύμφη με τη μανία σε κατ' οίκον περιορισμό για να μεγαλώνει το κατά τα φαινόμενα μπάσταρδο. Που μετά απέκτησε και αδερφούλα και μετά κι άλλο αδερφάκι. Το όλον, 3.

Τρία και ένα μηδενικό ήταν και τα επιπλέον κιλά που αποκόμισε η Ζοζέτ από την καταπίεση, τη στέρηση των ηδονών, τη στεναχώρια και τις εγκυμοσύνες έτσι που στο τέλος την παράτησε και ο Σταμάτης και έβαλε άλλα δέκα κιλά για πλάκα. Το όλον 40.

Στα 36 της η Γεωργία βάραινε τον πλανήτη κατά 108 κιλά και είχε πέσει σε ένα φαύλο κύκλο. Με μεγάλη ακτίνα για να τη χωράει ο κύκλος, κι αυτή και τα βάσανά της.

Τελοσπάντων, η τεχνολογία έκανε το θαύμα της. Έφερε το διαδίκτυο στη ζωή της. Έτσι μπόρεσε και ξανάγινε η Ζοζέτ που πάντα ήθελε. Ώριμη, κατασταλλαγμένη, θεά, παθιάρα αλλά και φιλοσοφημένη γκόμενα, χειραφετημένη, που ξέρει τι θέλει. Και πάνω από όλα πίστευε πως όλα είναι θέμα χημείας.

Το profile της ήταν λακωνικό: Female, age 36, eyes green με ένα άβαταρ φωτογραφία με κολλητό μαύρο φόρεμα. Κόλαζε ακόμα και λογοτέχνη. Γιατί η Ζοζέτ είχε αρχίσει να γράφει ποίηση, όχι και άσχημη εδώ που τα λέμε, και να εμφανίζεται ως agria anemona σε ένα λογοτεχνικό chat room. Είναι αλήθεια πως το nickname της τραβούσε. Συμβαίνει αυτό με τα λουλούδια, αν και λαχανικά είναι κι αυτά, εδώ που τα λέμε. Και η ηλικία της δεν ακουγόταν κακή για τους ώριμους γραφομανείς που συμμετείχαν στο κανάλι επικοινωνίας.

Όπως σωστά υποθέσατε, κάποια στιγμή έπεσε ο σχετικός έρωτας. Δύο άγνωστοι μεταξύ τους -αλλά και άγνωστοι στο πλατύ κοινό- άνδρες, που μετά έγιναν διαδικτυακοί φίλοι και πιο μετά έπαιρναν παρέα σβάρνα όλα τα κωλάδικα Αθηνών και περιχώρων, καψουρεύτηκαν την agria anemona. Κι αυτή τους ήθελε. Και τους δύο όμως. Μαζί. Δε τους καψουρεύτηκε, αλλά τους φαντασιωνόταν σε τρίο. Εκείνο τον καιρό είχε χρειαστεί τουλάχιστον δώδεκα ζευγάρια μπαταρίες για να κατευνάσει τον πόθο της. Η τεχνολογία είχε κάνει πάλι το θαύμα της.

Ο Rimbaud και ο Verlain από τότε που αποφάσισαν πως είναι φίλοι συμφώνησαν πως κομμένες οι επαφές με την agria anemona για χάρη της φιλίας τους. Έτσι, επικοινωνούσαν μαζί της κρυφά και οι δύο. Και επειδή το κρυφό είναι γλυκό αλλά και επειδή ο κατευνασμός του ανδρικού πόθου έχει μείνει πίσω από άποψη τεχνολογίας, ήθελαν να βρεθούν μαζί της δια ζώσης. Ξεχωριστά και κρυφά.

Νυμφομανής αυτή, γραφομανείς αυτοί; Ταίριαζαν. Σάρκα και πνεύμα. Ηδονή και διανόηση. Διάολε, είχε ξεχάσει το φαγητό στο φούρνο! Απόψε θα συναντούσε για πρώτη φορά τον Βερλαίν κρυφά από τον Ρεμπώ και είπε να του ετοιμάσει ένα εκλεκτό δείπνο. Κάτι σπέσιαλ. Όχι! Κουτσούβελα στο φούρνο με πατάτες, θα πήγαινε πολύ. Γι' αυτό τα πήγε και τα τρία στη μάνα της. Την Πόλυ. Από το Πολύμνια. Το σπίτι της Μούσας και της Θεάς.

Το κουδούνι χτυπάει. Τα γόνατα της Ζοζέτ λυγίζουν. Θυμάται. Γιατί διάλεξε το Βερλαίν; Επανάληψη στα γρήγορα: ώριμος, κατασταλλαγμένος, ακομπλεξάριστος, διαζευγμένος, καραφλός, 40φεύγα και με μεγάλη φαντασία. Ώστε, άξιζε τον κόπο. Ας του άνοιγε και τη διαβολεμένη πόρτα.

Η πόρτα έχει ανοίξει. Πάμε από την μεριά του Βερλαίν. Βλέπει μπροστά του μια ψηλή πρασινομάτα με κόκκινο μαλλί μακρύ και ψαγμένα σκουλαρίκια. Κούκλα. Μόνο λίγο παραφουσκωμένη. Τι λίγο; Πολύ. Κομμάτια να γίνει. Αν του βγει του βγήκε, αν δε του βγει στα αρχίδια του.

-Αντρέας, της λέει.
-Γεωργία, του απαντάει.

O Βερλαίν και η agria anemona είχαν ήδη πέσει από τον έβδομο όροφο του Delete.

Του προσφέρει ποτό αλλά αρνείται. Γιατί αρνείται ποτό ένας ντεμί-αλκοόλας; Γιατί βρίσκεται σε κρίση πανικού. Σκοντάφτει σε ένα παιχνίδι του μικρού. Ανάθεμα την ώρα. Να σερβίρει τότε; Ας σερβίρει. Κομμάτια να γίνει. Και γίνεται. Το πιάτο. Τη βοηθάει να μαζέψει τα σπασμένα. 'Οπως σκύβει, τη μυρίζει. Ωραία μυρίζει. Πώς νόμιζε ο μαλάκας πως οι χοντρές βρωμάνε πάντα; Τι μαλάκας. Τη συμπάθησε. Πάνε να φάνε.

Βγάζει αρνάκι, πατάτες, σαλάτες, ψωμιά, κρασιά, αναψυκτικά. Πασάς ο Αντρέας. Του είχε φτιάξει και η διάθεση. Καλή μαγείρισσα η Γιωργία, καλή κοπέλα, νέα, δεν ήταν και άσχημη-άσχημη να πεις. Αφοσιωμένος στις σκέψεις του, δε πρόσεξε πως η Γιωργία είχε σερβιριστεί μια πατατούλα όλη κι όλη και την έκοβε σε κομματάκια και έτρωγε σπυρί-σπυρί την κάθε μπουκιά. Σαν πουλάκι. Πάνω στις ενθουσιώδεις σκέψεις του είδε αλλά δε πρόσεξε το πουλάκι, πρώην άνθος. Κάποια στιγμή φλάσαρε. Γιατί δε τρώει αυτή;

-Γιατί δε τρως βρε συ; τη ρωτάει τρυφερά.
-Ε, είπα να αρχίσω δίαιτα, απαντάει ναζιάρικα και με σκυμμένο το κεφάλι.
-Απόψε γαμώ το σπίτι μου θυμήθηκες να αρχίσεις δίαιτα; Αντέταξε ο εραστής και φόρεσε το πέτσινο μπουφάν. Για να βγει στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο. Μπούκωσε και η Γιωργία ένα κομμάτι αρνί και πήγε στο μπάνιο. Όχι για να φάει ούτε για να κλάψει. Είχε αδιαθετήσει. Ανάθεμα τον φαύλο κύκλο.

Λίγες ώρες αργότερα οι δύο λογοτέχνες είχαν γίνει σκνίπα στο μεθύσι, είχαν ρίξει και το σχετικό φιλί και μπαλαμούτι και είχαν κυλιστεί κάτω από τα γέλια. Όλη η θολοκουλτουριάρικη περσόνα τους είχε γίνει γέλωτας. Πέρασαν εαυτούς και αλλήλους από γενιές δεκατέσσερις. Και πέρασαν καλά. Την επόμενη μέρα, βρήκαν στο google για τη χημεία του αλκοόλ στον εγκέφαλο: η αιθυλική αλκοόλη επιδρά στους μετωπιαίους λοβούς μειώνοντας τις αναστολές και αυξάνοντας την αυτοπεποίθηση, την ευθυμία κλπ. Και το τελευταίο μυστήριο είχε πια λυθεί, εντός, εκτός, και επί τα αυτά της μέθης του διαδικτύου.

19/12/07

Ο Στάθης αυτολογοκρίνεται

Η χαρά μου είναι απερίγραπτη. Ο Στάθης είναι καλά! Είναι γερός, δυνατός, δεν έχει χάσει τον ύπνο του και προπάντων το χιούμορ του. Και μάλιστα μας χαρίζει το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δώρο! Μιλάει για τους bloggers. Τι σπάνιο, τι πρωτότυπο, τι μοναδικό! Ως πρώην μέλος της κοινότητας, έχω σε αποκλειστικότητα το αρχικό κείμενο που έγραψε πριν αυτολογοκριθεί.

"Στην τραγική συζήτηση που γίνεται στα blogs για τη Lifoland να κάνω μια διευκρίνηση, ζώα:

H Lifoland δεν είναι υποκατάστατο του blogger, ούτε θέλει (και ούτε μπορεί) να γίνει. Είναι μια κερδοφόρος επιχείρηση. Και μάθετε κανένα αγγλικό. Free δε σημαίνει μόνο ελεύθερος αλλά και δωρεάν, ελεμενταράδες μου. . Είναι μια ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (είτε με κεφαλαία το γράψεις είτε με κεφάλαιο, δεν αλλάζει το νόημα) αναγνωστών που θέλουν να μοιράζονται ανέκδοτα, FW, φιλοφρονήσεις, ευχές, μια καλημέρα, μια καληνύχτα. To πολύ.

'Οπως όλες οι κοινότητες έχει διαχειριστή (υπεύθυνο απέναντι στο νόμο) και κανόνες. Ο νόμος είναι ok αλλά το νομικό μας τμήμα είναι χάλια. Ξενύχτια, πάρτυ, shopping, sex and vacations. Μας άνοιξε και μια σαμπάνια πάνω στα νομικά βιβλία και γίναν χάλια κι αυτά. Ό,τι θυμούνται από τις αντιγραφές στη Νομική τα μικρά μου.

Ο διαχειριστής έχει ανάγκες. Θέλει να πάει μια Ibiza το καλοκαίρι να ξεσκάσει και μια Ελβετία το χειμώνα να σκάσουν οι εχθροί του. Και γι' αυτό έχει Φίλους που τον στηρίζουν οικονομικά. Ο καθένας πτωχός συμμετέχει εφ' όσον τον ενδιαφέρει τόσο η φιλοσοφία όσο και οι κανόνες της κοινότητας. Η φιλοσοφία μας είναι απλή για να την καταλαβαίνετε και εσείς οι λαϊκοί τύποι: μην ενοχλείτε τους Φίλους του Διαχειριστή. Προαιρετικά μπορείτε να διαθέτετε σύνεργα στιλβωτή υποδημάτων να τους περνάτε ένα χεράκι τα Timberland.

Στο blogger ή στη Wordpress ο καθένας είναι κύριος του εαυτού του και υπεύθυνος για όσες ανοησίες λέει ασύδοτα.

Στη Lifoland είναι μέλος ενός community το οποίο είναι φυσικό σε άλλους να αρέσει και σε άλλους όχι. Εμάς μας αρέσει και είμαστε τρελά ευτυχισμένοι. We love our Friends, we love our Friends, we love our Friends. We love them!


Αυτά και καλή καρδιά! Αλήθεια, πού θα πάτε εσείς διακοπές τα xmas? Χοχοχο!

Και μη χάσετε το γιορταστικό μας τεύχος αύριο -είναι όντως συλλεκτικό!

Κυκλοφορεί με CD όπου τραγουδάω Γιάννη Νεγρεπόντη/Μάνο Λοϊζο. Με όλη σας την αγωνιστικότητα, βρε κουτά, μου ξυπνήσατε μέσα μου τον επαναστάτη. "Αντίο Παλιέ Κόσμε" (εκδόσεις 01) κι εγώ, ένας νέος επαναστατημένος να συνομιλώ με μεγάλες προσωπικότητες. Αλλά τώρα είμαι εγώ η μεγάλη προσωπικότητα και σας κάνω την τιμή να συνομιλείτε μαζί μου, ανώνυμοι και ασύδοτοι bloggers .

Σ. (for Σασαγαπώ)"


ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Έχω μια κούκλα στο κουτί
μια κούκλα στο καλάθι,
μα από τις κούκλες πιο πολύ
εγώ αγαπώ τον Στάθη.

Με τον Στάθη όλη μέρα
θαύμα κάνουμε παρέα,
του φωνάζω: "Εϊ Ταρζάν μου"
και μου λέει "μικρή μου Τσίτα".

Έχω μια κούκλα στο κουτί
μια κούκλα στο καλάθι,
μα από τις κούκλες πιο πολύ
εγώ αγαπώ τον Στάθη.

Τούτη τη χρονιά την άλλη
μπήκαμε πρώτη μεγάλη,
θα του λέω "εϊ φωστήρα"
θα μου λέει "σοφό μου σπίρτο".

Τραγούδι του Μάνου Λοϊζου και Γιάννη Νεγρεπόντη και ερμηνεία της Αφροδίτης Μάνου.
Στα πικάπ το Νατασάκι.

Οι κούκλες και ο Στάθης είναι μια ευγενική χορηγία
της ίδιας αλυσίδας καταστημάτων.

17/12/07

LIFO, πόσο free press είσαι?


Summary

Από τις πρώτες μέρες που άνοιξα το παρόν ιστολόγιο άρχισα να ανεβάζω παράλληλα τα ποστ μου στο LiFO. Όμως πρόσφατα λογοκρίθηκα διπλά.
Πρώτα αφαιρέθηκε ένα σχόλιό μου και έπειτα ένα κείμενό μου. Το σχόλιο αφορούσε μία συνέντευξη στο Lifo ενός δ/ντή διαφημιστικής εταιρείας (ας τον πουμε Δ.) που είναι ο ιθύνων νους μίας σειράς ραδιοφωνικών διαφημίσεων γνωστού παιχνιδάδικου (ας το πούμε Χ). Επειδή η αισθητική των συγκεκριμένων διαφημίσεων μου προκαλεί εμετικές τάσεις, άφησα ένα μάλλον δυσμενές, πλην κόσμιο και κυρίως χιουμοριστικό σχόλιο κάτω από τη συνέντευξη του διαφημιστή (βλ. censored post παρακάτω).Ως καταναλωτής, ως χρήστης του LiFO, ως ελεύθερος πολίτης. Δικαίωμα; Κι όμως το σχόλιό μου διεγράφη από τη Lifoteam χωρίς καμία προειδοποίηση ή εξήγηση.
Όταν το διαπίστωσα τυχαία, μόλις χθες, θεώρησα σκόπιμο να ανεβάσω ένα post στο LiFO και να εκφράσω τη λύπη μου για τη λογοκρισία και όχι μόνο (βλ. censored post). Μέσα σε πέντε λεπτά από το ανέβασμα του censored post δέχομαι email από τον εκδότη του LiFO όπου ευγενικά μου ζητούσε να κατεβάσω το ποστ μου επικαλούμενος νομικούς λόγους, γιατί ο Δ. αντέδρασε "εντονότατα" στο "συκοφαντικό και προσβλητικό μου σχόλιο" στη συνέντευξη. Το post που λογοκρίθηκε χθες προφανώς δε θα μπορούσε να το έχει δει ο διαφημιστής μέσα σε 5' από το upload. Άφησα να εννοηθεί πως δεν επρόκειτο να συμβιβαστώ με την παράκλησή του να κατεβάσω το ποστ γιατί αντίκειται στον ηθικό μου κώδικα. Και το ποστ διεγράφη από τη Lifoteam! Διπλή λογοκρισία. Γιατί άραγε;

Full story

Πριν από μια βδομάδα περίπου δημοσιεύθηκε στο Lifo η συνέντευξη με τον Δ. Έκανα τον κόπο να τη διαβάσω και σχολίασα. Ας σημειωθεί πως κανένα άλλο μέλος δεν είχε αφήσει ούτε πριν ούτε μετά σχόλιο. Το μοναδικό σχόλιο κάτω από τη συνέντευξη ήταν το δικό μου και έγραφε στο περίπου:

"Καλά κάνει ο κύριος Δ. και θεωρεί τη τέχνη του ταπεινή [1]. Τώρα που μάθαμε ποιος είναι ο εμπνευστής των φριχτών διαφημίσεων του Χ θα τον βάλλουμε σε ρόλλερ κόστερ [2] χωρίς μπάρα ασφαλείας. Του επιτρέπουμε να πάρει μαζί του το γλειφιτζούρι του [3]".

Το censored σχόλιο, όπως βλέπετε, κατασυκοφαντεί και προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητα του κυρίου και με την ευκαιρία ζητώ ταπεινά συγνώμη.

[Το περί ταπεινότητας [1] βασίζεται στα ίδια του τα λεγόμενα που μάλιστα αποτελούν πρόλογο της συνέντευξης. Το ρόλλερ κόστερ [2] είναι ένα τρενάκι στα λουνα παρκ που κάνει τούμπες και επικίνδυνες στροφές. Το ανέφερα γιατί η φωτό της συνέντευξης θα μπορούσε να έχει τραβηχτεί σε λούνα πάρκ όπου ο Δ. εμφανίζεται με ένα γλειφιτζούρι ανά χείρας [3], προδιαθέτοντας τον αδαή αναγνώστη για την αθωότητα και την παιδικότητά του.]

Χθες βράδυ λοιπόν διαπίστωσα τυχαία πως το παραπάνω σχόλιο είχε διαγραφεί και μάλιστα είχε απενεργοποιηθεί η δυνατότητα σχολιασμού. Έγραψα λοιπόν σαν απάντηση το παρακάτω post και το ανέβασα στη Lifo αργά τη νύχτα:

Censored post:

"Ο κος Τσαγκαρουσιάνος δημοσιεύει ένα καίριο, αιχμηρό αλλά συγχρόνως ψύχραιμο άρθρο σχετικά με τις λαμογιές στην κρατική διαφήμιση. Δίπλα, εμφανίζεται ο κος Δ., μεγαλοδιαφημιστής και εμπνευστής των διαφημίσεων του X, που ως συνεντευξιαζόμενο πρόσωπο στις σελίδες του Lifo κρατάει ένα μεγαλογλειφιτζούρι.

Για κάποιο λόγο, που βέβαια δε σκοπεύω να αφιερώσω συνεδρία στον ψυχαναλυτή για τον αναζητήσω, οι διαφημίσεις του Χ μου φαίνονται απεχθείς, χυδαίες και ασύλληπτα εκνευριστικές. Δικαίωμα.

Έτσι, έκρινα σκόπιμο, αν και δεν το συνηθίζω, να αφήσω ένα σχόλιο κάτω από τη συνέντευξη με τον κο Δ. Αν θυμάμαι καλά - γιατί το σχόλιο το έφαγε το μαύρο σκοτάδι της λογοκρισίας- έγραφα εν είδει αστεϊσμού ότι πράγματι η τέχνη του Δ. είναι ταπεινή (μια που αυτός είναι ο τίτλος της συνέντευξης), πως θα τον βάλουμε σε roller coaster χωρίς μπάρα ασφαλείας και πως του επιτρέπουμε να πάρει μαζί του το γλειφιτζούρι του (μια που στη φωτό τη συνέντευξης κρατάει ένα γλειφιτζούρι).

Αυτό το σχόλιο η Lifoteam ή ο ίδιος ο συντάκτης της συνέντευξης (άγνωστο βέβαια ποιος) το διέγραψε για λόγο που βέβαια δεν μου κοινοποιήθηκε (άγνωστος και ο λόγος). Κι όμως, θα μπορούσε ο υπεύθυνος για τη διαγραφή του σχολίου μου να στείλει ένα email και να μου γνωστοποιήσει αν μη τι άλλο το σκεπτικό του/της. Τόσο απλά. Πολυτέλεια; Τότε θα βρισκόμαστε να μιλάμε για σεβασμό στις διαδικασίες, για διαφάνεια, για δημοκρατικότητα δείχνοντας πάντοτε τα μεγάλα τζάκια και τα ξένα σπίτια αλλά ποτέ το σπιτάκι μας.

Αυτό που συνέβη συνιστά προσβολή της αξιοπρέπειάς μου. Και η αξιοπρέπεια,φίλε/η που επεφύλαξες για τον εαυτό σου το ρόλο του λογοκριτή, δεν διακρίνεται σε ιντερνετική και πραγματική. Είναι μία και αδιαίρετη.

Προφανώς σ' αυτή τη χώρα έχουμε μάθει να λειτουργούμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανένα. Έτσι ακριβώς όπως στο δικό μας το σπιτάκι κάποιος με μυστήρια αντανακλαστικά διέγραψε το σχόλιό μου χωρίς να μου δώσει καμιά εξήγηση. Προφανώς σ' αυτή τη χώρα έχουμε μάθει να μη ζητάμε συγνώμη. Έτσι ακριβώς όπως στο δικό μας το σπιτάκι κανείς δε θα ζητήσει συγνώμη σε κανέναν.

Δεν ξέρω αν το έχετε υπόψη, κύριε Τσαγκαρουσιάνε, αλλά το σπιτάκι μας δεν είναι χτισμένο στην Εδέμ."


Μέσα σε πέντε-δέκα λεπτά αφότου ανέβασα το ποστ μου έστειλε email ο εκδότης για να το κατεβάσω επειδή προκύπτει νομικό θέμα από το προσβλητικό και συκοφαντικό σχόλιο που είχε προηγηθεί. Απάντησα τα εξής (δημοσιεύω μόνο τη δική μου αλληλογραφία για λόγους ηθικής τάξης):

Αγαπητέ κύριε Τσαγκαρουσιάνε,

είμαι φίλη και όχι φίλος. Είναι παραπάνω από σεβαστή η προσωπική σας παράκληση αλλά πραγματικά δε καταλαβαίνω πώς επιτρέπετε μανιπουλάρισμα από τους συνεντευξιαζόμενους, πώς ένα χιουμοριστικό σχόλιο συνιστά συκοφάντηση, και βέβαια για ποιο λόγο θα πρέπει όλοι εν χορώ να συμμορφωθούμε στις μάλλον υπερβολικές απαιτήσεις του κυρίου Δ.;

Φιλικά και με εκτίμηση,

niemandsrose

Μου απάντησε πως δε πρόκειται για μανιπουλάρισμα αλλά για νομικό θέμα και με προέτρεψε να σεβαστώ τον χώρο που με φιλοξενεί. Δεν απάντησα στο δεύτερο email και μετά από 10' το ποστ μου είχε διαγραφεί. Πρόφτασα όμως και το αντέγραψα και έκανα ένα print screen.

Questions:

LiFO, πόσο free press είσαι;
Τι συνιστά συκοφάντηση;
Τι συνιστά προσβολή της προσωπικότητας;
Το ζήτημα δεν είναι τόσο ότι ο Δ. θεωρεί πως μπορεί να καταστέλλει το δικαίωμα μου να εκφράσω την αντιπάθειά μου προς το έργο του, ως πολίτης/καταναλωτής/μέλος του.
Το ζήτημα είναι τι θέση παίρνει το free press magazine?
Γιατί η lifoteam προτιμά να λογοκρίνει τους χρήστες της αντί να υπενθυμίσει στους κατά καιρούς θιγέντες τι συνιστά ελευθερία λόγου, τι συνιστά συκοφάντηση, τι συνιστά προσβολή της προσωπικότητας;
Ποιος μπορεί να έχει ποτέ την αξίωση όχι μόνο να φιλοξενηθεί στα ΜΜΕ ως συνεντευξιαζόμενο πρόσωπο αλλά και να ελέγχει τις απόψεις όσων διαβάσουν τα λεγόμενά του;
Γιατί η δική μου η προσωπικότητα δεν θίγεται με την καταστολή της ελευθερίας έκφρασης και θίγεται του μεγάλου Δ. με το χιουμοριστικό σχόλιο;


Concluding remarks

Εννοείται πως αποχώρησα από το LiFO με το κεφάλι μου ψηλά και την καρδιά στα πόδια. Και έχω και μερικά εμπειρικά συμπεράσματα.
Όταν λέμε free press εννοούμε δωρεάν διανομή εντύπων, δεν εννοούμε και ελεύθερη διακίνηση ιδεών.
Και όταν λέμε προσβολή της προσωπικότητας εννοούμε του κεφαλαίου. Του τύπου που έχει λεφτά και εξουσία και μπορεί να παίρνει τηλέφωνο και να απειλεί πως αν δε διαγράψουν το σχόλιο θα κάνει αγωγή.
Οι ψευδώνυμοι δικτυογράφοι δεν έχουν προσωπικότητα για να προσβληθεί. Υπάρχουν για να γεμίζουν τσάμπα σελίδες τα δωρεάν έντυπα και να συμμορφώνονται προς τις προσταγές όσων ταϊζουν τα τσάμπα έντυπα.
Παλιά λέγαμε για τσάμπα μάγκες. Τώρα να λέμε για τσάμπα κάφρους. Εκ του δημοσιοκάφρος. Είναι αυτοί που γεμίζουν τσάμπα τις διάφορες φυλλάδες.
Τσάμπα ή μήπως τσάμπο;

Update
Και ιδού η απάντηση του LiFO στις αντιδράσεις των μελών της όταν μίλησα για λογοκρισία και αποχώρηση.



Update2
Οποία σύμπτωσις! Λίγες μέρες πριν ξεσπάσει το μπερδεγουαίη με το free press έγραφα το oh, Christmas free. Τώρα ως αφελής, ασύδοτη και αδαής blogger φαίνεται να μαθαίνω τι σημαίνει free. Ευχαριστώ για το διάλογο και εύχομαι καλές γιορτές σε όλους.


Για το ίδιο θέμα γράφουν και οι:

Stathis 957
Greendim
Old Boy
Χορεύοντας με τους αμετανόητους
New Manifesto
Digital-Era
ANemos
The Pan within

15/12/07

Φωτογραφίες από το Σουδάν- Δεκέμβρης 2007

























Φωτογραφίες από το Σουδάν με τη ματιά ενός φίλου μου. Που ταξιδεύει για να υπερασπίζεται ως δικηγόρος τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γι' αυτό και για άλλα πολλά του στέλνω την αγάπη και τα φιλιά μου. Πισώπλατα φιλιά.

Άξιος, αθάνατος, ήρωας και τα σχετικά

Η χώρα πάσχει από πολλαπλές διαπλοκές. Είναι στο τελευταίο στάδιο της διαφθοράς.
Όταν ένας κυβερνητικός αναλάβει τις ευθύνες του, δείξει τη στοιχειώδη ευθιξία και παραιτηθεί από τον θώκο του, ηρωοποιείται αυτομάτως. Είναι success story. Σαν κάτι ιστορίες που δημοσιεύει ο σαββατιάτικος Guardian ανθρώπων που νίκησαν ανίατες ασθένειες.
Σας έχω νέα: Ο καρκίνος νικιέται. Το AIDS παίζει και να μην υπάρχει. Η διαφθορά δεν απασχολεί τα εργαστήρια του ανεπτυγμένου κόσμου και έμεινε να θερίζει.
Όμως. Δε θα μου κάνει καμιά εντύπωση η κίνηση Μαγγίνα να αξιοποιηθεί έξυπνα αργότερα. Και μία είναι η έξυπνη αξιοποίηση στην προεδρολατρική χώρα: να εμφανιστεί ως ηγέτης.
Σαν τα χιόνια εμφανίζεται η Φανούλα. Αχ Φανούλα του χιονιά...Αχ. Και μ' αυτό τον τρόπο γίνεται lifting, Φανούλα, και στο Απασχόλησης. Success stories.

Update

Funny πάλι stories.

Πάλ(λ)ης ξεκίνημα/νέοι αγώνες.

Ο Μαγγίνας Κορωπί/ Κι οι Ινδοί μες στη Βουλή.

Βασίλη Μαγγίνα/ το κόμμα σου ξεκίνα.

13/12/07

Και επί γης Irene

Ο Patrick βαριόταν. Ή μάλλον όχι. Σιχαινόταν τα Χριστούγεννα. Η τηλεόραση έδειχνε τη Μελωδία της Ευτυχίας, την Μαίρη Πόπινς και κάλαντα από τη "Χορωδία του Βασιλιά". Το ίντερνετ απαγορευόταν ανήμερα των Χριστουγέννων από την ροδομάγουλη Kathleen, την μητέρα του. Έτσι την έβγαλε από το πρωί χυμένος στην πολυθρόνα ανταλλάσοντας sms με φίλους. Την ώρα που η Kathleen άναβε το κερί στο παράθυρο για να τηρήσει το ιρλανδέζικο έθιμο, ήρθε μήνυμα από τον Flynn: "Μπες msn να σου δώσω βίντεο με την τρελή της γειτονιάς σου!!!!" "Άντε γαμήσου κι εσύ και η γειτονιά μου", ψιθύρισε ο Patrick και διέγραψε το μήνυμα χωρίς να απαντήσει.

Χωρίς να το σκεφτεί, σηκώθηκε και τράβηξε την κουρτίνα που έβλεπε στο υπόγειο της τρελής. Μιας γυναίκας γύρω στα 60 που δε μιλούσε σε κανένα και ζούσε με επιδόματα. Που ανεξάρτητα από τη φτώχεια, ανεξάρτητα από το πάχος της, ανεξάρτητα από την περίσταση, φορούσε αμπιγιέ φορέματα. Οι πόρτες κλειστές, οι μαύρες κουρτίνες κλειστές στο υπόγειο. Ένιωσε ένα δάγκωμα στη καρδιά. Στο καθολικό γυμνάσιο που πήγαινε μόνο θλιβερές ήταν οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες στο μάθημα της λογοτεχνίας. «Γαμημένα Χριστούγεννα», σκέφθηκε. «Μαλάκα Flynn», συμπλήρωσε. Στην κουζίνα η Kathleen μαγείρευε και σιγοτραγουδούσε. Ευκαιρία για τον Patrick να ξεγλίστρησει στο δωμάτιό του για να συνδεθεί στο ίντερνετ. Έκανε sign in στο msn.

Την προηγούμενη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, η Irene ξύπνησε περασμένες 12 από βαθύ ύπνο. Η διπλή δόση υπνωτικών είχε ένα αποτέλεσμα. Κατά τη μία έπαιρνε το πρωινό της: αρωματικό τσάι, φέτες αλειμμένες με φυστικοβούτυρο και αυγά τηγανητά. Πήρε το αντικαταθλιπτικό της. Έβαλε κόκκινο κραγιόν στα χείλη. Φόρεσε ένα νυχτερινό βαθυπράσινο βελουτέ φόρεμα με στρας στο πέτο και μ' ένα μεγάλο μπορντώ ρόδο κεντημένο στο στήθος. Από πάνω μακρύ επίσημο παλτό με γουνάκι. Τέλος, φόρεσε ένα μαύρο καπέλο με βέλο και πήρε μαζί μια μεγάλη ψάθινη τσάντα και βγήκε στο γιορτινό Δουβλίνο. Μέρα μεσημέρι.

Η αμφίεσή της δεν της είχε κοστίσει πάνω από 20 ευρώ στα Charity Shops, τα φιλανθρωπικά καταστήματα που βρίσκεις σε κάθε γωνία, στους εμπορικούς δρόμους του Δουβλίνου. Η Irene περπατούσε σκυφτά φορώντας τα ρούχα άλλων δεκαετιών, άλλων γυναικών και ζούσε τη ζωή μιας άλλης με το κεφάλι θαμμένο στα ψυχοφάρμακα.

Το Δουβλίνο έμοιαζε παραμυθένιο. Γιρλάντες κοσμούσαν τους πεζόδρομους, στολισμένες βιτρίνες, αγιοβασίληδες που παίζανε τζαζ για φιλανθρωπικούς σκοπούς, συγκροτήματα με παραδοσιακές φορεσιές χόρευαν υπό τους ήχους της γκάιντα, μία σοπράνο τραγουδούσε με τη συνοδεία βιολιού, χνούδι από χιόνι στους γιακάδες, ελαφριά ομίχλη, στολισμένα έλατα, ξύλινα ελάφια για τα παιδιά. Φωνές, γέλια, χειροκροτήματα.

Η Irene αγόρασε ψωμί και λίγο πατέ πουλερικών από το σούπερ-μάρκετ. Τα κρασιά, τη γαλοπούλα και την πουτίγκα δε τα αγόρασε. Τα πήρε μαζί της, στη μεγάλη ψάθινη τσάντα. Αφού χωρούσαν. Στο σπίτι ξεκίνησε να μαγειρεύει και να κλαίει. Τελικά έφαγε του σκασμού, πήρε ένα υπνωτικό και κοιμήθηκε.

Κατά τις εφτά όμως ξύπνησε. Όπως ήταν ντυμένη, φόρεσε το παλτό και το βέλο και ξαναβγήκε στους δρόμους. Ένα υπερκατάστημα ήταν ανοιχτό ως αργά. Για τα τελευταία ψώνια των καταναλωτών. Μπήκε μέσα. Δε πεινούσε. Αλλά αυτά τα μαχαιροπήρουνα στην πολυτελή κασετίνα με την μεταξωτή κορδέλα άστραφταν με όλη τους τη δύναμη. Άνοιξε την κασετίνα για να πάρει μερικά. Αφού χωρούσαν στην τσάντα της.

Στο δωμάτιο με τις CCTV κάμερες έτυχε να βρίσκεται κάποιος υπάλληλος. Την εντόπισε. Ειδοποίησε τους σεκιουριτάδες. Έσπευσαν δύο και της ζήτησαν στην αρχή ευγενικά να ρίξουν μια ματιά στη τσάντα της. Αρνήθηκε. Την πίεσαν περισσότερο. Αρνήθηκε. Ένας προσπάθησε να την σπρώξει προς το υπόγειο, στο κρατητήριο του καταστήματος. Αντιστάθηκε. Ο άλλος προσπάθησε να της πάρει τη τσάντα. Αντιστάθηκε. Την άρπαξαν από τα δυο της μπράτσα και προσπάθησαν να την οδηγήσουν στο υπόγειο. Βούτηξε το μαχαίρι από την ανοιχτή κασετίνα και τους απείλησε. Άρχισε να ουρλιάζει και να τρέχει προς την έξοδο.Την έριξαν στο πάτωμα και την έσυραν έξω από το μαγαζί. Στο πεζοδρόμιο με τα χέρια πιστάγκωνα. Ήρθε και τρίτος σεκιουριτάς. Και τέταρτος. Πάλευε ακόμα να τους ξεφύγει. Κάλεσαν την αστυνομία.

Το φόρεμά της είχε ανέβει ψηλά και αποκάλυπτε τη γύμνια, το γήρας και το σκισμένο καλσόν. Σπαρταρούσε σαν το ψάρι. Αλλά δεν ήταν ψάρι. Τύχαινε να είναι άνθρωπος. Γύρω στα 60.

Έκλεινε τα μάτια της σφιχτά. Τα άνοιγε μια στιγμή κι έβλεπε τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια ανάποδα και το τρυφερό χιόνι της νύχτας. Οι ουρανοί αγάλλονται . Έκλεινε τα μάτια και έβλεπε τον εαυτό της κοριτσάκι στο μαγαζί του μπαμπά. Η σειρήνα του περιπολικού έσκισε την εικόνα. Άνοιξε τα μάτια και είδε πρώτα τα κινητά που την βιντεοσκοπούσαν κάτι πιτσιρικάδες χαχανίζοντας. Χαίρει η Κτίσις όλη. Έπειτα είδε τις χειροπέδες. Σαν το λουκέτο στο μαγαζί του μπαμπά. Η των ποιμένων πίστις. Η Ιρλανδία ήδη γιόρταζε το οικονομικό θαύμα. Και επί γης Irene.


11/12/07

Oh Christmas free

Κάποτε, ήταν μια ήσυχη πόλη, το Τάφερε, χτισμένη σε ένα εμπορικό λιμάνι της χώρας Πιχί. Η πόλη ήταν έτσι: στους λόφους ψηλά ζούσαν οι πλούσιοι μέσα σε πύργους με θέα τη θάλασσα. Στα χαμηλά ζούσαν οι χαμηλόμισθοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι χαμηλοκώλες, οι άποροι, οι άστεγοι, οι άτυχοι, οι μετανάστες, τα πρεζόνια, οι πόρνες, οι πολύτεκνοι, και οι καταληψίες ενός ραμολιμέντο κτίσματος. Η κάτω πόλη βρώμαγε ποδαρίλα, σπέρμα, εμετό, κάτουρο, ιδρώτα, ψαρίλα, γιασεμί και χνώτο πεινασμένο. Ευτυχώς όμως ανάμεσα στην πάνω πόλη και στην κάτω υπήρχε η Εκκρισία. Την έλεγαν έτσι γιατί οι Πιχιαίοι δε μπορούσαν να πουν το λάμδα, όπως οι Γάλλοι δε μπορούν να πουν το ρο και οι Ισπανοί το σίγμα.

Φέτος τα Χριστούγεννα, όπως και κάθε χρόνο, η Εκκρισία θα έκανε έρανο ζητώντας νομίσματα, ζυμαρικά, όσπρια, κουραμπιέδες, μελομακάρουνα, κάλτσες, φανέλες και αποφάγια από τους κατοίκους των λόφων για να τα μοιράσει στους αθλίους του Τάφερε. Μάλιστα φέτος τα φιλόπτωχα ταμεία της Εκκρισίας θα ενισχύονταν από τον φιλανθρωπικό αγώνα των κυριών της άνω πόλης που βαρέθηκαν να κάνουν πεντικιούρ και γιόγκα και έτσι ίδρυσαν την οργάνωση "Φιρανθρωπίνες". Που στην ουσία ήταν μια καλή ευκαιρία για τσαγάκι με βουτήματα, κουβεντούλα, νόημα στη ζωή και όνειρα γλυκά. Μετά ζήλεψε κι ο Δήμος της πόλης και έφτιαξε "Αίθουσα Υπέρ Αδυνάτων" ειδικά για την περίσταση.

Φέτος λοιπόν, μια μέρα πριν από τα Χριστούγεννα, τα όρνεα με το μικροφωνένιο ράμφος και τις μεγάλες καμερούγες έκρωζαν από τα οθονένια τους κλουβιά πως αύριο η Εκκρισία και οι Φιρανθρωπίνες θα μοιράσουν το μεγάλο συσσίτιο σε χιλιάδες καταφρονεμένους στη μία το μεσημέρι στην ειδική αίθουσα του Δήμου. Και το έκαναν τόσο δυνατά το κάλεσμα που σε ξεκούφαιναν , γιατί τα όρνεα τα τάιζαν κι αυτά οι άνδρες των Φιρανθρωπίνων που ήταν φίλοι του Δήμου και πιστοί της Εκκρισίας και ήταν μια ανταπόδοση, όσο να πεις, το ξελαρύγγιασμά τους.

Έτσι, στη μία η ώρα ακριβώς χτυπάει η καμπάνα του Κεντρικού Ναούμ για να συγκεντρωθεί το πλήθος.

Και τότε αλήθεια, πήραν να ξεχύνονται στους δρόμους μέσα από τις παράγκες, τα χαμόσπιτα και την κατάληψη λαοί με χίλια χρώματα, άλλοι κίτρινοι από ίκτερο και ηπατίτιδα, άλλοι μπλε από το κρύο και τις μπουνιές, άλλοι κόκκινοι από μεθύσι, αρρωστημένα λιπόσαρκοι, αρρωστημένα παχείς, κουτσοί, ανάπηροι, με ρούχα παλιοκαιρισμένα και γιασεμιά στο πέτο. Στα δυο τους πόδια τα τυλιγμένα με κιρσούς-κισσούς, με πιτυρίδα και λίγδα στα μαλλιά, με ξύλα, καδρόνια, πέτρες και βαριοπούλες στα χέρια. Και με τα γιασεμιά.

Πρώτα έσπασαν ένα λεφτοκιβώτιο και σκόρπισαν το χρήμα. Μετά, έσπασαν το παρμπρίζ του δημαρχοκινήτου και πήραν το CD player και κάτι προφυλακτικά που είχε στο ντουλαπάκι. Κυνήγησαν τα όρνεα που έγραφαν κύκλους πάνω από τα κεφάλια τους, σαστισμένα αλλά πάντα άπληστα. Κραααα!

Κι ύστερα, όρμησαν στη μεγάλη αίθουσα όπου έγινε της κολάσεως, μια που τα γνωστά καζάνια βρέθηκαν αναποδογυρισμένα. Ένα πιρούνι, άχρηστο έτσι κι αλλιώς για τη σούπα, βρέθηκε καρφωμένο στο καλυμμαύκι ενός υπαλλήλου της Εκκρισίας ωσάν αλεξικέραυνο. Οι πλαστικές καρέκλες έγιναν κομφετί με τις βαριοπούλες και έβρεξε τα λεγόμενα καρεκλοπόδαρα. Τρεις Φιρανθρωπίνες, που δε πρόφτασαν να διαφύγουν, τις τάισαν με το ζόρι φασόλια μπλουμ. Μετά τις ξάφρισαν από κοσμήματα, ρευστό και σικάτα ταγιεράκια αφήνοντάς τις δεμένες με πλαστικά τραπεζομάντηλα μπρούμυτα κάτω στο πάτωμα. Τα χαρτονένια αγγελάκια στο ταβάνι έμειναν να κοιτάν τον μαυρισμένο πάτο τον καζανιών που βράζουν συσσίτια αλλά και των κυριών που κάνουν σολάριουμ.

Κι έπειτα, τραγουδώντας και γαβγίζοντας δίποδοι και τετράποδοι έκαναν το πιο ωραίο πλιάτσικο στην πόλη του Τάφερε.

Εκείνη την Πρωτοχρονιά τη χάρηκαν πολλοί και την πένθησαν λίγοι.

Στις 3 Ιανουαρίου όμως σώματα των νόμιμων οπλοφόρων έπνιξαν στο αίμα την παραγκούπολη που ακόμα έτρωγε γαλοπούλες με γέμιση από κάστανο και πανετόνε με άχνη ζάχαρη. Μιαμ! Από τότε γιορτάζεται η πιο σημαντική εθνική επέτειος στην Πιχί, η Ημέρα της Αποκαταστάσεως της Τάξεως και Ασφαλείας των Πολιτών.

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τις 3 του Γενάρη αλλά όταν γράφτηκε σε βιβλίο, έγινε το λεγόμενο, άνοιξε η Γη και τους κατάπιε. Τους συγγραφείς. Αλλά οι εκδοχές και οι εποχές είναι εκτός κλίματος.

10/12/07

the present

Ο θεός...
Who?
Ο θεός, πλάσμα,..
Who's that?
Ο θεός, ανόητο πλάσμα, χαρίζει...
Gifts. I know, gifted people.
Kάνε δώρα.
Tora?
Όχι, δώρα.
Present, I know.
Το τώρα.
At present, the present is the only present I could present.


9/12/07

let's face it

Λίγο η δουλειά, λίγο οι αποστάσεις, λίγο οι συγκυρίες, λίγο ο στρυφνός του χαρακτήρας, τον απομόνωσαν από το δίχτυ των άλλων. Του άρεσε βέβαια που κολυμπούσε όπως, όπου, όποτε ήθελε αλλά τον πίκραινε που δεν ήταν μέσα στην καλή ψαριά. Και τότε ήρθε το διαδίκτυο και το social networking. Όπου μπορούσε να απολαμβάνει την εκλεκτή μοναχικότητά του και να φλερτάρει παράλληλα με την επιλεκτική κοινωνικότητά του.

Έφτιαξε προφίλ στο facebook. Με ονοματεπώνυμο, φωτογραφίες, καλλιγραφίες, στικάκια και γύρω-γύρω το λευκό φόντο του facebook. Σκατά. Σαν προϊόν με brand name, logo, ετικέτα και την προσφορά στα λευκά ράφια του σούπερ μάρκετ. Στους 2 φίλους ο 3ος δώρο.

"Let's face it". Θυμήθηκε μια αγαπημένη ταινία του Mike Leigh, το Abigail's Party. Και αυτή την τρομερή ηρωίδα την Μπέβερλυ που στα γενέθλια της Άμπιγκαϊλ είχε διοργανώσει σύναξη ενηλίκων για να μπορέσει η πιτσιρικαρία, η Abigail και οι φίλοι της, να απολαύσουν το πάρτυ χωρίς μεγάλους. Και θυμήθηκε πόσο συχνά επαναλάμβανε η Beverly την ατάκα: "let's face it" ενώ αυτή δεν αποφάσιζε ούτε μια στιγμή να δει την πραγματικότητα κατά πρόσωπο.

Λοιπόν, είχε επιλέξει μια ζωή μοναχική. Αυτή η σύναξη ενηλίκων στο εικονικό λεύκωμα παραήταν γελοία. Το προϊόν υπάρχει ή δεν υπάρχει χωρίς την κατανάλωση. Όμως αυτός υπήρχε και χωρίς κοινωνικότητα και χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα και χωρίς το αμερικάνικο pathetic infantilism που έλεγε ο Jonathan Coe. Κατέβηκε ήσυχα από το ράφι που ανέβηκε ίσα-ίσα για να δει πώς είναι. Let's face it:


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
όπως την θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες
Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντάς την
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


Κ.Π.Καβάφης

Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή

Κανείς δεν ήταν του κανενός. Ανήκαν και οι δύο οριστικά αλλού. Γι' αυτό όταν ενώνονταν πολλαπλασιαζόταν ο πόθος με την ενοχή και απέδιδαν ένα αδιαπέραστο πλέγμα μυστικότητας. Τα σύνορα του δικού τους κόσμου με την πραγματικότητα. Ο κόσμος του ανείπωτου, ο έμπλεος σκοταδιού.

Τρίτη-Πέμπτη κολυμβητήριο αυτός μετά τη δύση, χορό αυτή ως πριν την αυγή. Τα διαβατήρια για να περάσουν το πλέγμα των συνόρων. Φθηνές δικαιολογίες. Που καταδυόταν στην αγκαλιά της, που χόρευε στους παλμούς του. Φθηνό ξενοδοχείο με πλαστικά τριαντάφυλλα, κάθε Τρίτη, Πέμπτη. Χτισμένο στις μαύρες τρύπες του ανομολόγητου έρωτα. Που ρουφούν τα γκλίτερ του μοιράσματος, τα στρας της έκθεσης, τα φλας της προοπτικής και τις αχτίδες, βέβαια, από τις εκδρομές και τις βόλτες της Κυριακής.

Όταν έκλεινε τον πόρτα πίσω του αυτός, λίγο πριν ξημερώσει, το πλέγμα δενόταν γερά στα δυο δοκάρια ανάμεσα από τα φρύδια της. Μια έκλαιγε, μια ξεσπούσε, μια σιωπούσε, μια έσφιγγε τα δόντια της, μια βουτούσε το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Αλλά αυτός, σαν από έθιμο, φορούσε βιαστικά τα ρούχα του και περνούσε πρώτος τα σύνορα προς την πραγματικότητα.

Έτσι που τα δοκάρια ισορροπούσαν πάντα στα αγέλαστα χείλη της. Δε γελάει κανείς, είτε του κανενός είτε όχι, στην απώλεια. Και η απώλεια δεν ήταν αυτός αλλά η διάψευση της προσδοκίας να ξυπνήσουν μαζί. Δηλαδή ήθελε ένα REM από τα βλέφαρά του, δηλαδή ήθελε να γλείψει τα απομεινάρια του ονείρου από τα μάτια του, δηλαδή ήθελε να πιει το πρώτο δάκρυ της ημέρας, δηλαδή το χασμουρητό του.

Καιρό μετά κατάλαβε. Και έγινε το θαύμα. Οι πρώτες ηλιαχτίδες χάιδεψαν το πρόσωπό της. Και ξύπνησε και αυτή. Πλάι του. Γέλασε. Γέλασε πολύ. Πάρα πολύ.Γιατί της είχε καθαρίσει, μια αυγή. Πήρε το πρωινό της στο πρόσωπό του: απομεινάρια και αρμύρα.


Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή
Τόση ζωή σε φτάνει
Ρόδο που ανθεί πολύ καιρό
Την μυρωδιά του χάνει.


Και ήταν η πρώτη και τελευταία αυγή μαζί. Γιατί αυτή δεν είχε πια τίποτα να προσμένει. Γιατί αυτός δεν είχε τίποτα να οφείλει. Γιατί, είχε γίνει φως.

Τώρα, οι φίλοι μου τα ψεύτικα τριαντάφυλλα, θα μου διηγηθούν μιαν άλλη ιστορία στο ίδιο δωμάτιο, ανθρώπων που θα αγαπούν αληθινά ή ψεύτικα.

7/12/07

Άσμα Ασμάτων

Η Ειρήνη Παπά απαγγέλλει από το Άσμα Ασμάτων. Η μετάφραση και ποιητική απόδοση ανήκει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και η μουσική στον Βαγγέλη Παπαθανασίου (δίσκος "Ραψωδίες").


Όμορφη, όμορφη, όμορφη πού' σαι αγάπη μου.
Τι όμορφη που είσαι...
Γλυκιά σαν του περιστεριού και τρυφερή η ματιά σου
Καμιά από τις όμορφες δεν παραβγαίνει εμπρός σου
Εσύ είσαι κρινολούλουδο κι εκείνες είναι αγκάθια
Ίδια με κόκκινη κλειστή τα κόκκινά σου χείλη
Σα ρόδι που το κόψανε στη μέση
μου φαντάζει πίσω από το πέπλο σου το ροδομάγουλό σου
Τα δυο σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκαδάκια
που να βοσκήσουν βγήκανε μες στα ανθισμένα κρίνα.
Φίλα με, φίλα με, μ' όλα τα φιλιά που έχεις μες στο στόμα
μέθα με στης αγκαλης σου το πιο γλυκό κρασί
και το όνομά σου άρωμα, μύρο χυμένο κάτω
Όλων των μύρων τ' άρωμα και η ευωδιά είσαι εσύ
ναι, πιο πολύ κι από το κρασί μεθώ όταν μ' αγγίζεις
να σ' αγαπάνε, άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις.
Όμορφη, αψεγάδιαστη είσαι αγαπημένη.
Μου 'χεις κλέψει την καρδιά μου, αγάπη μου, αδελφή μου,
μ' ένα σου βλέμμα μοναχά, μια χάντρα στο λαιμό σου.
Μέλι κερήθρας στάζουνε τα δυο γλυκά σου χείλη
μέλι και γάλα αργοκυλούν στη γλώσσα σου από κάτω.
Κήπος κλειστός, ολάνθιστος είσαι αγαπημένη
πηγή με γάργαρο νερό, παράδεισος από δροσιές
παράδεισος από ροδιές το κάθε σου αυλάκι.
Κανέλα, μοσχοκάλαμο, κι ο νάρδος με τον κρόκο
και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα
και αλόη και όποιο μύρο πεις, σε σένα ευωδιάζουν.

Σήκω βοριά, έλα νοτιά, φύσα τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν , να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου.
Σήκω βοριά, έλα νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν , να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Σήκω βοριά, έλα νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου
να ξεχυθούν , να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Κι ας κατεβεί ο άντρας μου στον κήπο που 'ν' δικός του
για να γευτεί όποιο καρπό απ' τα κλαδιά του θέλει
για να γευτεί όποιο καρπό απ'τα κλαδιά μου θέλει.

6/12/07

αναλαμβάνετε;

Μια γυναίκα τηλεφωνεί σε ένα δικηγορικό γραφείο.

-Καλημέρα σας. Αναλαμβάνετε μεταφράσεις και επικυρώσεις εγγράφων;
-Βεβαίως. Σε ποια γλώσσα ενδιαφέρεστε να γίνει η μετάφραση;
-Θα ήθελα να μου μεταφράσετε ένα κείμενο...
-Τι είδους κείμενο;
-Μέσα μου κείται.
-Ορίστε;
-Δεν το ορίζω. Θα ήθελα να μεταφράσετε και να επικυρώσετε το μέσα μου εγγεγραμμένο κείμενο από τη γλώσσα της ηθικής στη γλώσσα της επιθυμίας. Θέλω να ξέρω ακόμα, ποιο θα είναι το κόστος;
-...
-Με ακούτε;

Ο συνομιλητής είχε ήδη κατεβάσει το ακουστικό.

5/12/07

οι φαρσέρ των 80s τριαντάρισαν



Στα 80s η Ελλάδα γινόταν Ευρώπη και εμείς, τα πιτσιρίκια, γινόμασταν φαρσέρ. Η "αλλαγή" στην παιδική πραγματικότητα ήταν οι τηλεφωνικές συσκευές. Κάτι γκρι γκουμούτσες του ΟΤΕ με καντράν. Τις ευτυχείς ώρες που οι σοσιαλιστές γονείς απουσίαζαν, το σπίτι μετατρεπόταν σε όργιο φάρσας και γέλιου.

Απαραίτητα συστατικά εκτός της τηλεφωνικής γραμμής, ένας τηλεφωνικός κατάλογος, και τουλάχιστον τρία άτομα. Δύο οι φαρσέρ (τουλάχιστον) και ένα το θύμα. Κλασσικά θύματα οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Είχαμε ας πούμε έναν παπά που μας έκανε Θρησκευτικά (θα ήταν ο ίδιος φαρσέρ αν μας έκανε Μαθηματικά), που δε μπορώ να πω ότι τον συμπαθούσαμε και πολύ.

Μαντήλι στο ακουστικό, βραχνή και καλά αντρική φωνή και του λέγαμε "Παπά, πολύ καυλιάρα η παπαδιά". Και απαντούσε "Ποιος είναι;" Το άκουσμα της ερώτησης αρκούσε για να κυλιστούμε κάτω από τα γέλια. Μα είναι δυνατόν να σε πάρει κάποιος και να σου πει αυτό το πράμα και να περιμένεις μετά να σου απαντήσει είμαι ο Σταμάτης Παπαδόπουλος από το ΣΤ'2; Τι ερώτηση, πάτερ;

Άλλη φορά ψάχναμε στον τηλεφωνικό κατάλογο για συνταξιούχους. Είχαμε και μια καραμούζα από δίπλα.

-Εμπρός;
-Μπιιιιιπ, μπιιιιπ!
-Εμπρός; Λέγετε!
-Μπιιιιπ! Την ακους την κόρνα θεία;
-Ναι, ποιος είναι;
-Κατέβα κάτω. Ο Φατσέας είναι και ήρθε να σε πάρει!

Ο Φατσέας βέβαια ήταν το πιο γνωστό γραφείο τελετών στην πόλη.

Οι φάρσες μας ακολούθησαν μέχρι την αποφοίτηση από το σχολείο. Πήραμε απολυτήριο Τηλεφωνικού Χαβαλέ.

Οι πιο πετυχημένες βέβαια ήταν αυτές που δεν μπορούν να διηγηθούν. Όχι γιατί είναι σόκιν αλλά γιατί προϋποθέτει να γνωρίζεις πολλά στοιχεία. Ας πούμε μια φορά, 17 φεύγα, είχαμε μαζευτεί σε ένα σπίτι 4 κοπέλες και 1 φίλος μας ολίγον gay (ελπίζω να με συγχωρήσεις, γλυκέ μου, για τη λέξη ολίγον) όπου κάναμε φάρσες σε παλιούς καθηγητές ακόμα και στους ιδιαιτεράδες (καθεστώς ίσης μεταχείρισης).

Όπου εμείς οι 4 ξέραμε τα θύματα αλλά ο κολλητός μας όχι. Οπότε, για να κάνει τη φάρσα του δίναμε μπόλικες πληροφορίες που αν τις έβαζες όμως όλες μαζί σίγουρα δεν έβγαινε νόημα.

Καλούσε λοιπόν αυτός το υποψήφιο θύμα/εκπαιδευτικό για τον οποίο του είχαμε πει μεταξύ άλλων πως ήταν αμερικανόφιλος και υποστήριζε τον Μπους (τον πατέρα. Δεν είχαμε φτάσει στην εποχή της Καινής Διαθήκης ακόμα). Τον έπαιρνε τον καημένο τηλ. και του άρχιζε ένα εντελώς ασυνάρτητο κατηγορητήριο και στο τέλος ξεσπάθωνε εντελώς υστερικά:

-Θα στην κάψω την αμερικάνικη σημαία. Το κατάλαβες;
-Ποια αμερικάνικη σημαία παιδί μου; Τι είναι αυτά που λες;
-Θα στην κάψω, σκατόγερε. Ακούς τι σου λέω;

Μετά, ήρθαν τα κινητά, οι τηλεφωνικές φάρσες-κονσέρβα σε mp3, τα ψηφιακά τηλέφωνα, η αναγνώριση κλήσεων, η ενηλικίωση και η αναγνώριση ευθυνών. Τσάμπα περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο και να είναι κανένα σκατόπαιδο/φαρσέρ στην άλλη άκρη της γραμμής να πληρώσω για τις δικές μου σκανταλιές. Αναλυτικές χρεώσεις μόνο πληρώνω. Και σε τελική ανάλυση, η νομοτέλεια είναι passe και ridicule όσο τα 80s και η αλλαγή.

3/12/07

ζουμ σε τρία τέταρτα

Μια ανθρώπινη φιγούρα ανοίγει το παράθυρο λίγο πριν χαράξει. Η πολιτεία κοιμάται. Τα απορρίμματά της στροβιλίζονται στους άδειους δρόμους. Η φιγούρα ρίχνει με πολύ γρήγορες κινήσεις ένα δίχτυ. Και περιμένει καρτερικά να αλιεύσει από τα υπολείμματα του φθαρμένου χρόνου. Ήταν πολύ αργά για όλα στη ζωή που ζούσε και χρειαζόταν να ζει από τα αποφάγια των άλλων.

Φοράει στο πέτο ένα καρτελάκι με το όνομά της και το λογότυπο της οργάνωσης. Πλησιάζουν γιορτές και διακοπές. Υπάρχει άφθονος ελεύθερος χρόνος. Χτυπάει πόρτες σπιτικών. Κάνει έρανο αγάπης. Συγκεντρώνει χρόνο για όσους δεν πρόφτασαν να αγαπηθούν πολύ.

Ήταν συστηματικός συλλέκτης. Όταν του αφιέρωναν χρόνο, ξεκολλούσε επιδέξια το χρονόσημο, το ύγραινε τρυφερά και το κολλούσε στο παρόν του. Κάποτε, όταν η συλλογή χρονοσήμων πλημμύρισε το χώρο, έκανε τα χέρια κουπιά και ταξίδεψε σ' ό,τι απεικόνιζε η συλλογή του.

2/12/07

30 χρόνια μετά τη "νέα ερωτική αναρχία". Μια μέρα μετά την Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS

To 1977 ο Πασκάλ Μπρυκνέρ και ο Αλέν Φινκελκρό έγραψαν το βιβλίο "Η νέα ερωτική αναρχία" (εκδόσεις Αστάρτη, μετάφραση Μαρίνα Λώμη), που είναι "ένας λόγος πάνω στη σεξουαλικότητα, ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, σοβαρό και αναλυτικό, ανάλαφρο, παιχνιδιάρικο και εξοργιστικά τολμηρό", όπως διαβάζω στο οπισθόφυλλο.Πέρασαν τριάντα χρόνια από την πρώτη έκδοσή του στα γαλλικά.

Και πέρασε μια μέρα από την Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS, που έχει οριστεί για την 1η του Δεκέμβρη.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο "Η επέλαση της ελαφριάς ταξιαναρχίας" ξεκινά με ένα ερώτημα:

"Τι έχει απομείνει σήμερα από τον 19ο αιώνα; Τι κρατήσαμε από το ασκητικό ιδανικό που είχε αναγάγει σε δικαίωση της ύπαρξής του ο θριαμβικός καπιταλισμός; Τι έχει απομείνει από την αυστηρή, αποταμιευτική, οικογενειοκρατική φιγούρα του αστού; Σε πρώτη ματιά τίποτα, αφού η σύγχρονη ηθική έχει βαλθεί να εξαφανίσει τα τελευταία κατάλοιπα πουριτανισμού, αφού πολλαπλασιάζει τις ανάγκες και τις δαπάνες, αφού παίρνει απέναντι στην ιατρική αστυνόμευση [...] μια στάση κατάπληκτης φρίκης [...]

Η δεκαετία του 1850 γιορτάζει τους γάμους της ιατρικής τάξης με την τάξη της καταστολής. Ο θριαμβεύων θετικισμός αναγγέλει το σπουδαίο νέο - "ο Θεός είναι νεκρός"- που συνοδεύεται αυτόματα από την καθησυχαστική προσθήκη : "αλλά η ηθική είναι σώα" [...] Η ιατρική ασκεί την σεξουαλική καταστολή με μια σκληρότητα αδυσώπητη όσον ακριβώς παρουσιάζεται σαν επιστημονική [...] Αν ο Θεός δεν υπάρχει τότε δεν επιτρέπεται απολύτως τίποτε και η αποχριστιανοποίηση δε φέρνει την ανηθικότητα ή την αναρχία αλλά το αντίθετό τους: την Τρομοκρατία.
Γιατί αν η ιατρική βασιλεύει στο 19ο αιώνα είναι γιατί ξέρει να τρομοκρατεί αυτούς ακριβώς που γελούσαν με τους παπάδες. Στο επίπεδο της ενοχοποίησης του εκφοβισμού ο κλήρος έχει ξεπεραστεί [...]

Σήμερα (μέσα του '70)ο ιατρικός λόγος έχει πάψει να μιλάει τη γλώσσα της καταστολής [...] Σήμερα οι γιατροί επιδιώκουν να μας σώσουν από τον πουριτανισμό και τη σκοτεινή ανακολουθία του: τις απωθήσεις, τις αναστολές, τα μπλοκαρίσματα και την άγνοια [...] Δεν είναι πια το άτομο άρρωστο από σεξουαλικότητα αλλά η σεξουαλικότητα που έχει αρρωστήσει από τη λογοκρισία: το ιδανικό του ασκητισμού το διαδέχεται το ιδανικό της πλήρους έκφρασης. [..] Έτσι η σύγχρονη ηθική καταλήγει να απορρίπτει την οικογενειακή τάξη που εξασφάλιζε τα άτομα από τις καταχρήσεις και περιπλανήσεις της επιθυμίας τους.[...] Η τάξη δεν εκφράζεται πια με τον επιτακτικό λόγο του νόμου, ούτε τον αντικειμενικό λόγο της ιατρικής: μιλάει με μια τρυφερότητα σχεδόν μητρική και δείχνει στα άτομα τους δρόμους της πληρότητας."

Κι έπειτα ήρθε το AIDS στα μέσα των 80s. Για να ανακαλύψουμε ξανά το απώτερο παρελθόν και να κοιτάμε σαν ειδυλλιακή πλην ψεύτικη κάρτ ποστάλ το εγγύς παρελθόν. Επιστροφή στον 19ο αιώνα για να γνωρίσουμε βιωματικά πλέον την ιατρική αστυνόμευση με τις "ομάδες υψηλού κινδύνου", τα αντιρετροϊκά φάρμακα και τον ασύλληπτο τζίρο των φαρμακευτικών εταιρειών, τη γλώσσα του πανικού, της μίας-απόλυτης-ορθόδοξης-επίσημης-αντικειμενικής επιστημονικής αλήθειας και το παγκόσμιο προσκύνημά της την 1η Δεκεμβρίου. Για να βιώσουμε τη μοντελοποίηση της "υγιούς" σεξουαλικότητας, την τιμωρία της λαγνείας και της ηδονής και "την κόλαση του να είσαι άλλος", όπως γράφουν οι Μπρυκνέρ-Φινκελκρό
, πριν την επέλαση του ΑIDS.

Κι έπειτα, ήρθε ο σκεπτικισμός και η άλλη άποψη. Κάποιοι αμφιβάλλουν ακόμα και για την ύπαρξη του ιού HIV, καταγγέλλουν τη σχέση των γιατρών με τις φαρμακοβιομηχανίες αλλά και τις ολέθριες παρενέργειες των φαρμάκων κατά του AIDS, αμφισβητούν την εγκυρότητα της γνώσης που παράγει η επιδημιολογία σε ό,τι αφορά στο AIDS σε διεθνή κλίμακα αλλά κυρίως στην Αφρική, και τελικά μιλούν για την τρομοκρατία* που ασκείται στον κόσμο σχετικά με την "μεγάλη μάστιγα του αιώνα".

*"Ακόμη και οι πιο καλά πληροφορημένοι οφείλουν να παραδεχτούν πως αυτή η χωρίς θεολογία θρησκεία, ο θετικισμός, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για χαλάρωση πιέσεων. Αντίθετα μάλιστα, τις σπρώχνει στα άκρα." John Stuart Mill (σελ. 355 στη "νέα ερωτική αναρχία").